Με ιδιαίτερη χαρά φιλοξενούμε στο Σημειωματάριο
της Πρωτοβουλίας Διαλόγου για την Άμεση Δημοκρατία και τον Ουμανισμό, το παρακάτω πολύ
ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Κουτσαντώνη, με τη βεβαιότητα πως εμπλουτίζει
τον προβληματισμό μας και δυναμώνει την εικόνα για τη φύση και τον χαρακτήρα της
κοινωνικοπολιτικής πρότασης για την Άμεση Δημοκρατία και τη σύνδεσή της με την
κοσμοαντίληψη ενός σύγχρονου οικουμενικού Ουμανισμού.
Εργαλεία άμεσης συμμετοχής και κοινοβουλευτισμός
*
Γράφει ο Γιώργος Κουτσαντώνης
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Στις
βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015, η αποχή διαμορφώθηκε στο
36,13%. Η αποχή είναι εμμέσως, πλην σαφώς, μια έκφραση δυσπιστίας που
αντανακλά την αίσθηση ότι στα πλαίσια αυτού του πολιτικού συστήματος
ουσιαστικά δεν μπορεί να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο. Από την άλλη
πλευρά, ανεξάρτητα από την τελική κομματική επιλογή, ένας σημαντικός
αριθμός ψηφοφόρων επέλεξε την συμμετοχή στις εκλογές, όχι τόσο από
ισχυρή πίστη στο πολιτικό σύστημα, αλλά πολύ περισσότερο από φόβο,
απελπισία και/ή ανάγκη για αισιοδοξία. Υπό αυτό το πρίσμα το 36,13%
συνθέτει ένα - από ιδεολογική σκοπιά - πολυειδές σώμα πολιτών το οποίο
ουσιαστικά δεν αντιπροσωπεύεται.
Για μια ακόμη
φορά οι πολίτες, ενώ θα έπρεπε να είναι ελεύθεροι να βελτιώσουν τα
δομικά στοιχεία του πολιτικού συστήματος προκειμένου να επεκταθούν τα
δημοκρατικά δικαιώματά τους, είναι δέσμιοι των εκλογών. Η συμμετοχή στα
πολιτικά ζητήματα είναι ένα θεμελιώδες δικαίωμα σε μια κοινωνία που
θέλει να οραματίζεται τη Δημοκρατία και αυτή η συμμετοχή πρέπει να
μπορεί να χρησιμοποιηθεί ώστε να αλλάξει τους όρους και τους κανόνες της
ίδιας πολιτικής. Το δικαίωμα στο δημοψήφισμα, η νομοθετική πρωτοβουλία,
η θεσμική οργάνωση του «από τα κάτω» ελέγχου όλων των
εξουσιών ως αποτέλεσμα της βούλησης της πλειοψηφίας των πολιτών, μπορεί
να λειτουργήσουν σταθεροποιητικά, νομιμοποιητικά και να συνθέσουν τα
μέσα για την προαγωγή του δημοκρατικού εγχειρήματος. Να αποτελέσουν
δηλαδή τον προθάλαμο στην πορεία για την Δημοκρατία ή οποία για να
ονομάζεται έτσι δεν μπορεί παρά να είναι άμεση.
Κατά τη διάρκεια της κρίσης διάφορες οργανώσεις και πρωτοβουλίες
πολιτών, οι οποίες δημιουργήθηκαν τόσο στην Ελλάδα όσο και σ’ ολόκληρο
τον κόσμο εναντιώθηκαν στην αποδεδειγμένη βαρβαρότητα του
νεοφιλελευθερισμού τον οποίο υπηρετεί πιστά το υπάρχον πολιτικό σύστημα,
αντιπαραθέτοντας στον σύγχρονο κοινοβουλευτισμό την άμεση δημοκρατία.
Το ζήτημα των προϋποθέσεων και των διαδικασιών που θα μπορούσαν να
οδηγήσουν στον εκδημοκρατισμού του πολιτεύματος είναι σύνθετο και οι
απόψεις ποικίλουν, συνθέτοντας συχνά ένα θολό τοπίο αντιθέσεων και
αντιπαραθέσεων.
Κατά τη γνώμη μου ο εκδημοκρατισμός του πολιτεύματος (ενώ προϋποθέτει συνταγματική αναθεώρηση) δεν
μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός για την άτακτη συνταγματική ανατροπή
ενός πολιτικού συστήματος, αλλά για τον μετασχηματισμό του
κοινοβουλευτισμού σε Δημοκρατία (άμεση) μέσα από τον μετασχηματισμό της κοινωνίας των παθητικών ψηφοφόρων - καταναλωτών σε κοινωνία δραστήριων πολιτών.
Αν
και το τοπίο είναι θολό υπάρχει μια σημαντική και αρκετά ξεκάθαρη
συμφωνία ανάμεσα σε πολλούς ειδικούς (συνταγματολόγους, νομικούς,
φιλοσόφους, πολιτικούς επιστήμονες κ.α.) αλλά και πολιτικοποιημένους
πολίτες (που συμμετέχουν ή μη σε πρωτοβουλίες που αφορούν στην άμεση
δημοκρατία). Αυτή η συμφωνία αφορά στην αξία που έχει ο εμβολιασμός του
πολιτεύματος με αμεσοδημοκρατικά εργαλεία όπως το «από τα κάτω» δημοψήφισμα και η νομοθετική πρωτοβουλία.
Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρείται μια ανάλυση των σημασιών αυτών
των δυο εργαλείων σε αντιπαράθεση με ορισμένες από τις ενστάσεις που
εγείρει μερίδα πολιτών καθώς και πληθώρα φανατικών υποστηρικτών του
άκαμπτου κοινοβουλευτισμού (ακαδημαϊκοί και μη, πολιτικοί και μη), οι
οποίοι τον αντιλαμβάνονται προκλητικά ως μονόδρομο, θεωρώντας εσφαλμένα
και/ή καιροσκοπικά και/ή ιδιοτελώς ότι η Δημοκρατία έχει ήδη
πραγματωθεί. Πολλοί από τους τελευταίους μάλιστα συχνά πυκνά επικρίνουν
την «εν τοις πράγμασι» λειτουργία του κοινοβουλευτισμού, επιδίδοντας τις
αστοχίες του απλά και μόνο σε ένα είδος «κακής» άσκησής του από τους
εμπλεκόμενος. Ενώ το επιχείρημα περί κακής άσκησης είναι ασφαλώς
ορθότατο, παραβλέπει και αποκρύπτει επιδεικτικά το ζήτημα της δομικής αδυναμίας του
κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος να ανταπεξέλθει στα σύγχρονα
προβλήματα των πολιτών προάγοντας και εξασφαλίζοντας τα βασικά στοιχεία
της Δημοκρατίας, δηλαδή ισότητα, δικαιοσύνη, ελευθερία και στενό και διαρκή έλεγχο όλων των εξουσιών [1].
Μερικές από τις ενστάσεις στη χρήση αμεσοδημοκρατικών εργαλείων αφορούν:
- Την υπευθυνότητα των πολιτών
- Τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία
- Τον κίνδυνο για τις μειονότητες
- Το δίπολο συντηρητισμός - ακτιβιστικός ενθουσιασμός
- Το οικονομικό κόστος
Υπευθυνότητα των πολιτών
Σύμφωνα
με αυτή την ένσταση, οι πολίτες στα δημοψηφίσματα έχουν την τάση να
εγκρίνουν μόνο προτάσεις που είναι χρήσιμες για τα προσωπικά τους
συμφέροντα, δίχως να επιδεικνύουν καμία υπευθυνότητα για την κοινωνία
στο σύνολό της. Έτσι εάν δοθεί στους πολίτες η δυνατότητα, αυτοί θα
προσπαθήσουν να καταργήσουν φόρους και ταυτόχρονα να αυξήσουν τις
δημόσιες δαπάνες. Αυτή η σιωπηρή παραδοχή της «ανευθυνότητας» των
πολιτών έγινε, για παράδειγμα, πράξη στην Ιταλική Συντακτική Συνέλευση
όπου και αποφασίστηκε ο αποκλεισμός του δικαιώματος δημοψηφίσματος σε
ό,τι αφορά στη φορολογική νομοθεσία και τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Όμως στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, στην πραγματικότητα, οι
πολίτες είναι πολύ πιο υπεύθυνοι από τους πολιτικούς. Άλλωστε το
συσσωρευμένο δημόσιο χρέος σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, δεν έχει
αποφασιστεί με δημοψηφίσματα αλλά αντιθέτως με παρασκηνιακές και
αδιαφανείς πολιτικές αποφάσεις ελάχιστων επαγγελματιών πολιτικών.
Μάλιστα συστηματικές έρευνες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία
για ένα χρονικό διάστημα αρκετών δεκαετιών στην πραγματικότητα δείχνουν
ότι μια σταθερή πλειοψηφία των δύο τρίτων των πολιτών προτιμούν
ισοσκελισμένους κρατικούς προϋπολογισμούς [2]. Το τεράστιο δημόσιο χρέος
είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής σε σαφή διαφωνία με τα «θέλω» των
πολιτών, κυρίως με αυτά των νεότερων γενιών στις οποίες και μεταφέρεται
το βάρος των χρεών. Όπως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν, η συσσώρευση
τεράστιου δημόσιου χρέους είναι στην πραγματικότητα στενά συνδεδεμένη με
τις στρατηγικές επιλογές των πολιτικών κομμάτων. Είναι οι οικονομικές
και οι πολιτικές ελίτ επομένως που διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στο
δημόσιο χρέος, στο σημείο να καταφεύγουν στο χρέος ώστε οι πρώτοι να
διαθέσουν τα αδιάθετα εμπορεύματά τους και οι δεύτεροι να κερδίσουν
ψήφους χειραγωγώντας την κοινή γνώμη.
Η Ελβετία
αν και δεν μπορεί να αποτελέσει πρότυπο άμεσης δημοκρατίας (για πολλούς
και διάφορους λόγους που δεν θα αναλυθούν εδώ), προσφέρει σημαντικά
στοιχεία που αφορούν στα αμεσοδημοκρατικά εργαλεία και σχετίζονται με
την υπευθυνότητα των πολιτών. Στην Ελβετία στα περισσότερα καντόνια
προβλέπεται το υποχρεωτικό δημοψήφισμα για μεμονωμένες δημόσιες δαπάνες,
εφόσον αυτές υπερβαίνουν ένα ορισμένο ποσό (κατά μέσο όρο 2,5
εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, ή περίπου € 2.000.000). Διαπιστώθηκε ότι
στα πιο πρόθυμα καντόνια να κάνουν χρήση αυτού του εργαλείου, οι
δημόσιες δαπάνες είναι μικρότερες σε σύγκριση με τα καντόνια όπου δεν
γίνεται χρήση αυτού του "οικονομικής φύσης δημοψηφίσματος”.
Το
1999 σε έρευνα των Feld, Savioz και Kirchgässner αναλύθηκαν τα
αποτελέσματα των υποχρεωτικών δημοψηφισμάτων τα οποία αφορούσαν
φορολογικά θέματα σε 131 Ελβετικές πόλεις και ελβετικά καντόνια. Οι
δήμοι φυσικά, σε αντίθεση με τα καντόνια, έχουν περισσότερα περιθώρια
για δημοσιονομικούς ελιγμούς. Από την ανάλυση αυτή προέκυψε ότι το
οικονομικής φύσης δημοψήφισμα έχει ισχυρή επίδραση στη μείωση του
ελλείμματος στον προϋπολογισμό των δήμων. Επίσης, δεν επαληθεύτηκε το
επιχείρημα ότι οι πολίτες, όταν αφήνονται ελεύθεροι να αποφασίσουν μέσω
δημοψηφίσματος, θέματα σχετικά με τους φόρους, επιλέγουν πάντα εκ των
προτέρων τη μείωση των φόρων [3].
Στις ΗΠΑ μεταξύ του 1978 και του 1999 καταγράφηκαν 130 πρωτοβουλίες πολιτών σχετικά με φορολογικά θέματα, 86 εκ των οποίων έχουν είχαν ως στόχο τη μείωση των φόρων, 27 την αύξηση της φορολογίας και 17 ήταν ουδέτερες αναφορικά με τους φόρους [4]. Το 39% των πρωτοβουλιών που στόχευαν στην αύξηση των φόρων εγκρίθηκαν ενώ εκείνες που αποσκοπούσαν στη μείωση των φόρων εγκρίθηκαν στο 40% των περιπτώσεων. Επίσης, στην Ελβετία οι πολίτες εγκρίνουν τακτικά πρωτοβουλίες για την αύξηση των φόρων: μετά από μια αρχική αύξηση του φόρου στη βενζίνη, που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα το 1983, το 1993 έγινε ένα νέο δημοψήφισμα που αφορούσε πρόσθετο φόρο 0,20 ελβετικών φράγκων ανά λίτρο βενζίνης. Το 1984 με ένα δημοψήφισμα εγκρίθηκαν νέοι φόροι στη χρήση των αυτοκινητοδρόμων από βαρέα οχήματα μεταφοράς.
Για τους Έλληνες πολίτες συχνά λέγεται πως έχουν μια γενική τάση να ζητούν την αύξηση των κοινωνικών παροχών και τη μείωση των φόρων. Η ελληνική πραγματικότητα συνθέτει πράγματι μια πολύ διαφορετική εικόνα. Στην Ελλάδα κατά κανόνα οι πολίτες πληρώνουν μια προκλητικά υψηλή και άδικα καθορισμένη φορολογία, ενώ η ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών δεν αντιστοιχεί σε καμία περίπτωση στην φορολογική επιβάρυνσή τους. Καθώς οι Έλληνες πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα άμεσης παρέμβασης στα φορολογικά ζητήματα, είναι οι πολιτικοί που επιλέγουν χωρίς μάλιστα να αναλαμβάνουν ποτέ την άμεση ευθύνη για τις σοβαρές ελλείψεις, αδικίες, παραλείψεις, ιδιοτελείς σκοπούς και σφάλματα που προκύπτουν από τις επιλογές τους. Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις μιας πολιτικής που δημιουργεί τεχνητά ή μη ελλείματα βαραίνουν πάντα τους πολίτες, που αναγκάζονται να πληρώνουν όλο και περισσότερους φόρους χωρίς αντιστάθμισμα: είναι οι σημερινοί και οι αυριανοί φορολογούμενοι, που θα χρειαστεί να καλύψουν το κόστος παροχών και έργων που ουδέποτε ζήτησε η πλειοψηφία των πολιτών. Μετά τη λήξη της θητείας τους, οι περιφερειακοί κυρίως πολιτικοί εκπρόσωποι συχνά αλλάζουν επάγγελμα, εκμεταλλευόμενοι "χρυσές συντάξεις», και η ευθύνη για την εξισορρόπηση των προϋπολογισμών πέφτει στους ώμους των διαδόχων τους και αυτός ο μηχανισμός διαιωνίζεται σε ένα περιβάλλον ατέρμονης μετάθεσης ευθυνών και ατιμωρησίας.
Το ζήτημα της ανευθυνότητας των πολιτών αποτελεί μια σιωπηρά αποδεκτή μυθολογία όπως αυτή του ανίκανου πολίτη. Η λογική της ευθύνης για τις δημόσιες δαπάνες θα πρέπει να αντιστραφεί: δεδομένου ότι ούτως ή άλλως στο τέλος είναι πάντα οι πολίτες που πληρώνουν τις συνέπειες των αποφάσεων σχετικά με τις δαπάνες και τα έσοδα, θα έπρεπε επομένως οι τελικές αποφάσεις να λαμβάνονται από τους ίδιους.
Κίνδυνος για τις μειονότητες
Μια
άλλη αντίρρηση κατά των αμεσοδημοκρατικών εργαλείων είναι πως αυτά θα
μπορούσαν να γίνουν ισχυρά μέσα στα χέρια των πλειοψηφιών ώστε να
καταπιεστούν τα νόμιμα συμφέροντα των μειονοτήτων. Αυτό είναι ένα θέμα
που αφορά όχι μόνο την άμεση δημοκρατία, αλλά και τον κοινοβουλευτισμό
ως έχει. Η αλήθεια είναι πως ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα μπορεί
στον ίδιο βαθμό να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του απέναντι στις
μειονότητες όπως επίσης μπορεί να μετατραπεί σε δικτατορία. Ασφαλώς
υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις ισχυρές μειονότητες και τις αδύναμες.
Άλλωστε οι ισχυρές μειονότητες έχουν περισσότερες πιθανότητες να
περάσουν τις γραμμές τους στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού.
Το
πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κατάκτηση της εξουσίας από τον
Χίτλερ το 1933. Ήταν το γερμανικό Κοινοβούλιο με την υποστήριξη ισχυρών
οικονομικών παραγόντων που εξέλεξε τον Χίτλερ καγκελάριο το 1933 και
ήταν πάντα το Κοινοβούλιο όταν αργότερα ήρθε να εγκρίνει τη λεγόμενη Ermächtgungsgesetz
(νομοθεσία ανάθεσης όλων των εξουσιών), ακόμη και όταν οι Ναζί δεν
διέθεταν την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Τα δημοψηφίσματα εκείνη την
εποχή ήταν πολύ αδύναμα ώστε να αποφευχθούν αυτές οι τραγικές για την
ανθρωπότητα αποφάσεις, ήταν επομένως το Κοινοβούλιο που άνοιξε το δρόμο
για τον ναζισμό με όλες τις τραγικές του συνέπειες.
Οι
αλήθεια είναι πως τα αμεσοδημοκρατικά εργαλεία προσφέρουν στις
μειονότητες περισσότερες ευκαιρίες σε σχέση με αυτές που τους
προσφέρονται με την αντιπροσώπευση. Σε κάθε δημοψήφισμα, προκειμένου να
υπάρξει αποδοχή της πρότασης θα πρέπει να πειστεί η πλειοψηφία του
εκλογικού σώματος: καθένα ερώτημα ανακατεύει τα χαρτιά, συνθέτει νέες
πλειοψηφίες εμπλέκοντας κάθε φορά διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές
και πολιτικές ομάδες. Ο ψηφοφόρος μπορεί να είναι πλειοψηφία στην μια
περίπτωση και μειοψηφία στο επόμενο δημοψήφισμα. Κάνοντας χρήση του
δημοψηφίσματος ούτως ή άλλως οι μειονότητες μπορούν να αρθρώσουν
καλύτερα τα συμφέροντά τους. Στην Ελβετία 100 χιλιάδες υπογραφές είναι
αρκετές ώστε να προταθεί η τροποποίηση του Συντάγματος, στην Ιταλία
απαιτούνται 500 χιλιάδες υπογραφές για να απαιτηθεί η κατάργηση ενός
νόμου ή τμήματός του. Η πορεία προς την άμεση Δημοκρατία είναι κάτι
περισσότερο από μια έρευνα γνώμης: απελευθερώνει μια δυναμική που μπορεί
να επιτρέψει στις μειονότητες να κερδίσουν τη συναίνεση της
πλειοψηφίας. Στα αντιπροσωπευτικά πολιτικά συστήματα τα μέλη του
κυβερνώντος κόμματος ή συνασπισμού, κατά κανόνα, διαθέτουν μια μόνιμη
πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, ενώ οι πλειοψηφίες στα δημοψηφίσματα δεν
καθορίζονται σύμφωνα με τη λογική του κόμματος, αλλά με οριζόντιο τρόπο.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι οι μειονότητες, είναι υπέρ των αμεσοδημοκρατικών εργαλείων.
Σε
έρευνα του Ράσμουσεν, το 86% των Ισπανόφωνων ήταν υπέρ της καθιέρωσης
της άμεσης δημοκρατίας, ενώ μεταξύ των λευκών μόνο το 69% αποφάνθηκε
υπέρ. Παρόμοια έρευνα έχει γίνει, στην Καλιφόρνια, μεταξύ του 1979 και
του 1997 όπου φάνηκε μια ευρεία και ισχυρή πλειοψηφία υπέρ του
δικαιώματος στο δημοψήφισμα μεταξύ των διαφόρων εθνοτικών ομάδων [5]. Το
1997, το 76,9% των Ασιατών, το 56,9% των μαύρων, το 72,8% των
Ισπανόφωνων και το 72,6% των λευκών θεωρούσαν τα αμεσοδημοκρατικά
εργαλεία στη Καλιφόρνια ως μια μεγάλη επιτυχία, ενώ οι πιο αρνητικές
στάσεις ήταν μειοψηφικές (11,5%) μεταξύ των λευκών, και σε μικρότερο
βαθμό στους Ασιάτες (1,9%).
Ως κλασικό παράδειγμα διάκρισης στα πλαίσια του δημοψηφίσματος αναφέρεται συχνά η καθυστερημένη εισαγωγή του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες στην Ελβετία. Πράγματι οι γυναίκες στην Ελβετία κατέκτησαν καθυστερημένα το δικαίωμα στην ψήφο (το 1971) μέσω δημοψηφίσματος στο οποίο συμμετείχαν μόνο άνδρες, ενώ στην Ιταλία οι γυναίκες είχαν δικαίωμα ψήφου ήδη από το 1948. Όμως η καθυστερημένη αναγνώριση του δικαιώματος αυτού στην Ελβετία δύσκολα μπορεί να αποδοθεί στη Ελβετική άμεση δημοκρατία, πολύ περισσότερο σχετίζεται με έναν γενικό ηθικό-δεοντολογικό συντηρητισμό που χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα της Ελβετικής κοινωνίας.
Μπορεί
κάλλιστα να τεθεί το εξής ερώτημα: θα μπορούσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα
να αποτελέσουν θέμα προς συζήτηση ή όχι; Ακριβώς επειδή η άμεση
δημοκρατία δεν μπορεί να είναι a la carte (όπου κάθε φορά μπορεί να προκύπτουν θέματα που θα εξαιρούνται), τίποτε δεν θα έπρεπε να εξαιρείται από τη δημόσια σφαίρα.
Η ουσία του ζητήματος σχετίζεται περισσότερο με τον ενσυνείδητο αυτό-περιορισμό και την πολιτισμική «αποβαρβαροποίηση» κάθε κοινωνικής ομάδας. Σχετίζεται επομένως με αυτό που η Χάνα Άρεντ ονόμαζε πολιτικό ουμανισμό, όπου ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έρχεται μέσα από πολιτικό πράττειν … ουμανισμός δηλαδή ιδία θέληση και απόφαση, ακόμη και εάν υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο του λάθους ή της ύβρεως.
Η ουσία του ζητήματος σχετίζεται περισσότερο με τον ενσυνείδητο αυτό-περιορισμό και την πολιτισμική «αποβαρβαροποίηση» κάθε κοινωνικής ομάδας. Σχετίζεται επομένως με αυτό που η Χάνα Άρεντ ονόμαζε πολιτικό ουμανισμό, όπου ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έρχεται μέσα από πολιτικό πράττειν … ουμανισμός δηλαδή ιδία θέληση και απόφαση, ακόμη και εάν υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο του λάθους ή της ύβρεως.
Λαϊκισμός και δημαγωγία
Φυσικά
το ζήτημα του λαϊκισμού δεν είναι υποχρεωτικά ταυτόσημο της δημαγωγίας
και ούτε μπορεί να εξαντληθεί σε λίγες μόνο γραμμές κειμένου καθώς οι
εκφράσεις του και οι χρήσεις του είναι σύνθετες και συχνά πολύ σκοτεινές
και αμφίρροπες. Κατά τις συζητήσεις σχετικά με την άμεση δημοκρατία
εκφράζεται συχνά ο φόβος ότι η άμεση δημοκρατία μπορεί να γίνει η αρένα
ομάδων δημαγωγών και λαϊκιστών. Στην πραγματικότητα, οι δημαγωγοί έχουν
περισσότερες δυνατότητες σε ένα καθαρά αντιπροσωπευτικό σύστημα, στο
οποίο μια μικρή ομάδα πολιτικών καθορίζει την πολιτική ατζέντα, ενώ οι
πολίτες δεν έχουν κανένα δικαίωμα παρέμβασης με εξαίρεση την εκλογική
διαδικασία όπου γίνεται η επιλογή κάποιου κόμματος κάθε 4 έτη. Είναι
ακριβώς η έλλειψη μορφών συμμετοχής που οδηγεί τους πολίτες σε ένα
μονόδρομο, όπου η μόνη επιλογή τους είναι να ψηφίσουν λαϊκιστές
πολιτικούς, οι οποίοι κάθε φορά υπόσχονται να "καθαρίσουν" τα βρώμικα
και να «ρυθμίσουν» το χάος που έχει προκληθεί από τα προηγούμενα
κυβερνητικά κόμματα.
Η αλήθεια είναι πως ο
πολίτης έχει πάντα να κάνει με μια μικρή ομάδα επαγγελματιών πολιτικών
που ή βασική τους μέριμνα δεν είναι παρά η αλληλοδιαδοχή τους στην
εξουσία.
Με ορθά θεσμοθετημένα - από τους ίδιους του πολίτες - αμεσοδημοκρατικά εργαλεία, οι πολίτες δεν χρειάζονται ισχυρούς ηγέτες, επειδή είναι οι ίδιοι που προτείνουν τις λύσεις και τις εκφράζουν μέσα από νομοθετικές πρωτοβουλίες και δημοψηφίσματα. Στην Ελβετία, οι πολιτικοί δεν παίζουν κάποιον ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Το ελβετικό σύστημα περιστρέφεται περισσότερο γύρω από τα πολιτικά ζητήματα, σε αντίθεση με τα αμιγώς αντιπροσωπευτικά συστήματα που εστιάζουν πολύ περισσότερο στα ατομικά στοιχεία, την φυσιογνωμία και την προσωπικότητα των πολιτικών. Στο ελβετικό Σύνταγμα δεν προβλέπεται δημοψήφισμα «από τα πάνω». Ακόμη και οι πολιτικές δυνάμεις ή τα κινήματα που μπορεί να θεωρούνται λαϊκίστικά, στην περίπτωση εκστρατειών με στόχο το δημοψήφισμα θα πρέπει να πείσουν την πλειοψηφία του πληθυσμού με ορθολογικά επιχειρήματα. Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι κάποιος έχει δικαίωμα στο λαϊκισμό αυτός δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ο λαός. Πάντως ο αντιλαϊκισμός δεν μπορεί να αναγνωρίσει το λαό ως πολιτικό σώμα, ως δηλαδή μια οντότητα έτοιμη να παίρνει αποφάσεις (έτοιμη φυσικά χωρίς προϋποθέσεις και υποσημειώσεις), να κάνει ακόμα και λάθη από τα οποία θα μάθει...
Ωστόσο
αυτό που θα έπρεπε να μας απασχολεί περισσότερο είναι οι παθογένειες
μιας κοινωνίας που εμποδίζουν τη δημοκρατική μεταστροφή της και κυρίως η
κουλτούρα της απάθειας και της αποχής από το δημόσιο πεδίο, που
αποτελούν και το μεγαλύτερο εμπόδιο στη πορεία προς τη Δημοκρατία.
Το δίπολο συντηρητισμός - ακτιβιστικός ενθουσιασμός
Μια
ακόμη ένσταση κατά των αμεσοδημοκρατικών εργαλείων είναι ότι το
εκλογικό σώμα χρησιμοποιώντας τα θα παρουσιάσει την τάση να σταματήσει
ακόμη και σημαντικές-θετικές για το δημόσιο συμφέρον πολιτικές
μεταρρυθμίσεις με στόχο τη διατήρηση του status quo. Από την άλλη πλευρά
είναι πιθανό να αναδυθεί ένας αντίθετος «κίνδυνος», δηλαδή ότι οι πιο
ακραίοι και σκληροί ακτιβιστές θα μπορούσαν να καταχραστούν το δικαίωμά
τους στο δημοψήφισμα ώστε να επιβάλλουν τις θέσεις τους σε εκείνη την
σιωπηλή-αμέτοχη πλειοψηφία που δεν ψηφίζει. Ωστόσο ένα πολιτικό σχέδιο ή
μια μεταρρύθμιση δεν μπορεί να θεωρηθεί τόσο απλά και τόσο ξεκάθαρα ως
"προοδευτική μεταρρύθμιση" ή "συντηρητική μεταρρύθμιση» ή απλά να
χαρακτηριστεί με μια ετικέτα ως «δεξιά μεταρρύθμιση» ή «αριστερή
μεταρρύθμιση». Στα πλαίσια των περιβαλλοντικών πολιτικών συχνά οι
"συντηρητικοί" είναι φύσει αναγκασμένοι να πάρουν θέση ενάντια σε μεγάλα
έργα που παρουσιάζονται ως προοδευτικά. Στον αγώνα για την
υπεράσπιση του κράτους πρόνοιας οι προοδευτικοί συχνά καθοδηγούνται από
τις αρχές μιας νεοφιλελεύθερης λογικής.
Οι
Πράσινοι, για παράδειγμα, στην Ιταλία και στη Γερμανία είναι υπέρ της
στενότερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με βάση το ότι θεωρούν αυτά τα
επιχειρήματά τους ως προοδευτικά, ενώ τα αδελφά κόμματα στη Σουηδία και
Βρετανία, είναι άκρως ευρωσκεπτικιστικά βασιζόμενα στην ίδια δήθεν
"προοδευτική φιλοσοφία».
Τις τελευταίες δεκαετίες οι «προοδευτικοί» στην Καλιφόρνια έκαναν χρήση με επιτυχία των αμεσοδημοκρατικών εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους για να βελτιώσουν τη νομοθεσία που αφορά στο περιβάλλον, στη χρήση της κάνναβης για θεραπευτικούς λόγους, στην αύξηση των κατώτατων μισθών, στη μείωση των εξόδων για προεκλογικές εκστρατείες, στην προστασία των ζώων, στην ελευθερία της ενημέρωσης με όφελος για τους καταναλωτές. Αντίθετα οι «συντηρητικοί» υιοθέτησαν μέτρα μείωσης της φορολογίας εισοδήματος και της ακίνητης περιουσίας, πιο αυστηρές ποινές σε κατ’ επανάληψη εγκληματίες, το κλείσιμο ορισμένων κυβερνητικών υπηρεσιών που αφορούσαν μετανάστες κ.α. Δημιουργήθηκε έτσι μια δυναμική ισορροπία που χωρίς αυτά τα εργαλεία θα ήταν αδύνατη καθώς ο «ορμή» των συντηρητικών στην συγκεκριμένη περίπτωση θα ήταν καταλυτική.
Μια
άλλη ένσταση κατά του δημοψηφίσματος είναι ότι οι πιο φανατικοί
ακτιβιστές μπορούν να κάνουν κατάχρηση των αμεσοδημοκρατικών εργαλείων
για να επιβάλλουν τους εξτρεμιστικούς στόχους τους. Το επιχείρημα αυτό
(τουλάχιστον στην πράξη που έχουμε στη διάθεσή μας) φαίνεται πως δεν
ισχύει. Η ελβετική και αμερικανική εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι
ψηφοφόροι είναι πραγματικά πολύ προσεκτικοί. Εάν ένα ριζοσπαστικό κίνημα
θέλει να περάσει μια «ακραία», πρόταση θα πρέπει να καταφύγει σε
δημοψήφισμα ή σε νομοθετική πρωτοβουλία και θα πρέπει να πείσει το
σύνολο των πολιτών. Στην Ελβετία, για παράδειγμα, μόνο το ένα δέκατο των
πρωτοβουλιών στην πραγματικότητα γίνεται αποδεκτό από τους πολίτες.
Σε
ό,τι αφορά στον συντηρητισμό - προοδευτισμό, η πλήρης
από-ιδεολογικοποίηση δεν είναι ούτε εφικτή ούτε κατ’ ανάγκη ωφέλιμη, η
υπέρβαση όμως των ιδεολογικών κολλημάτων (σε ό,τι αφορά στη Δημοκρατία)
είναι απαραίτητη (Προοπτικές ανανέωσης και διεύρυνσης του Δημοκρατικού Εγχειρήματος ).
Το οικονομικό κόστος
Υπάρχει
η αίσθηση ότι τα αμεσοδημοκρατικά εργαλεία – ιδιαίτερα τα δημοψηφίσματα
– επιβαρύνουν σημαντικά τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Στο ενδεχόμενο
επέκτασης του δικαιώματος στο δημοψήφισμα οι πολιτικοί σπεύδουν να
εγείρουν το ζήτημα του «υπερβολικού κόστους» των δημοψηφισμάτων. Ασφαλώς
η λειτουργία οποιουδήποτε πολιτικού συστήματος κοστίζει: όμως το
κεντρικό πρόβλημα του κόστους στην Ελλάδα δεν εξαρτάται από τα κονδύλια
που ενδεχομένως θα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν για την διενέργεια
δημοψηφισμάτων και νομοθετικών πρωτοβουλιών αλλά από το τεράστιο
συνολικό κόστος του κοινοβουλευτισμού. Αυτό δεν συνδέεται μόνο με τα
«πάγια» κόστη συντήρησης του καλοπληρωμένου κρατικοδίαιτου
κομματικού-πολιτικού στρατού (βουλευτών, συμβούλων, κομματικών στελεχών
κλπ.) που επιβιώνει οικονομικά από τον Κοινοβουλευτισμό, αλλά και από τα
«έκτακτα» (βραχυπρόθεσμα, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα) επιπρόσθετα
και τεράστια κόστη που επιβαρύνουν τους πολίτες και συνδέονται με
λανθασμένες πολιτικές αποφάσεις, βρώμικα δημόσια έργα, αδιαφανείς
προμήθειες δημοσίου και γενικά με την πολιτική διαφθορά που οδηγεί τους
λαούς σε τεράστια χρέη.
Ωστόσο θεωρώ ότι κατ
'αρχήν το κόστος της άμεσης Δημοκρατίας δεν μπορεί να συγκριθεί με το
κόστος του παγιωμένου κοινοβουλευτισμού καθώς το πολιτικό αποτέλεσμα από
ποιοτική άποψη δεν είναι μεταξύ τους συγκρίσιμο. Ακόμη όμως κι αν όντως
προκύψει μια σχετική αύξηση του κόστους, αυτή αντισταθμίζεται από
σημαντικά οφέλη, όπως η πολιτική σταθερότητα, η νομιμοποίηση, η ευρεία
αποδοχή των αποφάσεων και λύσεων από την πλειοψηφία των πολιτών που
έλαβαν μέρος στο δημοψήφισμα. Αντίθετα σήμερα οι πολίτες, στερούνται
κάθε πολιτικού μέσου παρέμβασης (ανάμεσα στις εκλογές) και αναγκάζονται
να προσφεύγουν στις ακριβές υπηρεσίες των δικηγόρων ή σε πιο
ριζοσπαστικές μορφές διαμαρτυρίας ώστε να καταφέρουν για παράδειγμα να
σταματήσουν ένα νόμο, κάποιο επιζήμιο για το δημόσιο συμφέρον ή για το
περιβάλλον έργο, μια άδικη απόφαση κ.α. Εδώ το κόστος είναι συχνά η
βίαιη κρατική καταστολή χωρίς ουσιαστικό πολιτικό αποτέλεσμα που να
ωφελεί το δημόσιο συμφέρον.
Με τη χρήση
αμεσοδημοκρατικών εργαλείων η ίδια η πολιτική αναγκάζεται πρώτα να
ζητήσει τη συναίνεση των πολιτών, πριν προχωρήσει σε κάποια απόφαση. Οι
πολιτικοί θέλοντας να ενισχύσουν τη θέση τους συχνά υποστηρίζουν ότι
εκτός από το υψηλό κόστος, τα αμεσοδημοκρατικά εργαλεία θα μπορούσαν να
παρεμποδίσουν τη διακυβέρνηση.
Η αλήθεια είναι πως φοβούνται
ότι το δημοψήφισμα θα περιόριζε κατά πολύ τις αποφάσεις των εκλεγμένων
πολιτικών και των επικεφαλής των μεγάλων επιχειρήσεων και των
οικονομικών παραγόντων με τους οποίους βρίσκονται σε αγαστή και αδιαφανή
συνεργασία.
Καταλήγοντας...
Βασικές
προϋποθέσεις για την απαίτηση και υιοθέτηση αυτών των εργαλείων είναι
το πολιτικό ενδιαφέρον (πάθος) καθώς και η «πολιτική ωριμότητα» των
πολιτών. Τα εργαλεία αυτά μπορούν να συνθέσουν ένα είδος «γυμναστηρίου
της δημοκρατίας», όπου οι πολίτες θα συμμετέχουν περισσότερο στα
ζητήματα που τους αφορούν άμεσα. Ασφαλώς τα ομοσπονδιακά συστήματα και
οι τοπικές αυτονομίες παρέχουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την εξέλιξη
αυτών των εργαλείων και η παράλληλη ανάπτυξή τους έχει ιδιαίτερη αξία
και σημασία στην πορεία προς μια Δημοκρατική κοινωνία. Φυσικά τα
αμεσοδημοκρατικά εργαλεία όπως το δημοψήφισμα και η νομοθετική
πρωτοβουλία δεν καθιστούν απαραιτήτως μια κοινωνία Δημοκρατική, όπως
δημοκρατική δεν είναι και η ελβετική κοινωνία. Μόνον η ταύτιση του
κοινωνικού με το πολιτικό θα μπορούσε να δώσει την απαραίτητη δύναμη
στην άμεση Δημοκρατία, ώστε η ίδια η κοινωνία να αποκτήσει τον έλεγχο
όλων των αποφάσεων και των ενεργειών της εξουσίας και επομένως να
χαρακτηριστεί ως δημοκρατική [1].
Όπως
έλεγε ο Καστοριάδης, η άμεση δημοκρατία είναι ευάλωτη, και μπορεί ανά
πάσα στιγμή να οδηγήσει στην ύβρη, όπως αντιστοίχως κανένα πολίτευμα δεν
είναι ασφαλισμένο από την ίδια την ύβρη. Τα αντιπροσωπευτικά
πολιτεύματα είναι ακόμα πιο επιρρεπή στο λάθος (κάτι που βλέπουμε
συνεχώς). Από την άλλη, η άμεση δημοκρατία δίνει στους πολίτες το
δικαίωμα να αναγνωρίσουν ότι μια απόφαση που λήφθηκε είναι λανθασμένη κι
έτσι ανά πάσα στιγμή οι πολίτες μπορούν να επέμβουν στη νομοθεσία
αλλάζοντάς την. Έτσι το να προταθεί ένα δημοψήφισμα “από τα πάνω” (από
την κυβέρνηση δηλαδή) και όχι από τους ίδιους τους πολίτες, λίγη σημασία
έχει, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις το δημοψήφισμα γίνεται μόνον
όταν το αποτέλεσμα του είναι ήδη γνωστό στους «διοργανωτές» και οι
προϋποθέσεις και οι σκοποί για τη διενέργειά του, δεν ορίζονται
δημοκρατικά αλλά ολιγαρχικά. Περισσότερη σημασία έχει το «από τα κάτω»
δημοψήφισμα, ως απόφαση των πολιτών, όπου οι ίδιοι οι πολίτες θα είναι
υπεύθυνοι για την προάσπισή του από τους ιδιοτελείς σκοπούς της όποιας
ολιγαρχίας. Μόνον η βούληση και η προσπάθεια των πολιτών μπορεί να
προστατέψει ένα δημοψήφισμα από το να μετατραπεί σε μια παρωδία
(εκλογικού τύπου). Αλλά για να φτάσει μια κοινωνία πολιτών να καθορίζει
(το πώς και το γιατί) και να προασπίζει τις δημοψηφισματικές διαδικασίες
που καθορίζει η ίδια, θα πρέπει πρώτα να απαιτήσει τη συνταγματική
θέσμισή τους μετέχοντας καθοριστικά και ενεργά στην θέσμιση αυτή. Είναι
επομένως το προϊόν αυτής της διαδικασίας θέσμισης που θα συνθέσει και τα
συστατικά στοιχεία του ζητούμενου αμεσοδημοκρατικού εργαλείου και όχι
το αντίθετο.
Συχνά κατά την αναζήτηση των πολιτικών λύσεων στα προβλήματα μας κάνουμε ένα πολύ σοβαρό σφάλμα: θεωρούμε δηλαδή ότι υπάρχουν έτοιμες, απόλυτες και ασφαλείς λύσεις. Όμως η άμεση Δημοκρατία δεν είναι ούτε έτοιμη, ούτε απόλυτη, ούτε ασφαλής λύση, είναι ωστόσο συγκριτικά η καλύτερη δυνατή που μέχρι σήμερα έχει εφευρεθεί και εξαρτάται από εμάς (τη συλλογική μας προσπάθεια και φαντασία) η συνεχής εξέλιξη και δυναμική προσαρμογή της στις ανάγκες των πολιτών (όπως αυτοί τις ορίζουν), αλλάζοντας τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και πράττουμε… αλλάζοντας δηλαδή την ίδια την κοινωνία μας.
Σημειώσεις
- Για
τη σύνταξη του κειμένου χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και πληροφορίες από
το βιβλίο του Thomas Benedikter «Più potere ai citadini Introduzione
alla democrazia direta e ai diritti referendari» Bolzano, luglio 2014.
- Πολύτιμες επισημάνσεις του Μιχάλη Θεοδοσιάδη ( www.respublica.gr ) και του Claudio Vittore καθώς και εύλογοι προβληματισμοί του Θοδωρή Λαμπρόπουλου ( http://hypnovatis.blogspot.gr ) και του Francesco Albertini συντέλεσαν στην τελική μορφή και περιεχόμενο του κειμένου.
Βιβλιογραφία
[1] Γιώργος Ν. Οικονόμου «ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες». Εκδόσεις Παπαζήση
[2] Richard von Weizsäcker, Staatsverschuldung und Demokratie, Kyklos Bd. 45, Francke Verlag, Berna 1992, pp. 51-67
[3] www.initativefortexas.org/whowants.htm
[4]
Kirchgässner, Feld, Savioz, Die direkte Demokratie. Modern,
erfolgreich, entwicklungs und exportfähig, Franz Vahlen, San Gallo, 199
[5]
J.G. Matsusaka, For the Many and the Few. The Initiative, Public Policy
and American Democracy, University of Chicago Press 2004, p. 118
* Αναδημοσίευση από το: http://www.artversion.eu/index.php?article135/amesodhmokratika-ergaleia-kai-koinovouleutismos,
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης
Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος
Η ιστορία από τις πρώτες αποικίες της Μεσοποταμίας και την ελληνική αρχαιότητα μέχρι το μεσαίωνα και τη σύγχρονη εποχή προσφέρει ξεκάθαρα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η δημοκρατία είναι μια πολύπαθη, παραποιημένη έννοια, την οποία αξίζει να μελετήσουμε και να επανανοηματοδοτήσουμε, προσπερνώντας τη νεωτερική της (και σαφέστατα διαστρεβλωμένη) εκδοχή, που την ταυτίζει με την αντιπροσώπευση και τον κοινοβουλευτισμό, ή με τη λογική του απαθούς ψηφοφόρου που αρκείται στην απλή εκλογή πολιτικών αντιπροσώπων. H δημοκρατία (άμεση) είναι κάθε άλλο παρά μια απαρχαιωμένη ιδέα, που καλλιεργείται μόνο από νοσταλγικούς στοχαστές ή περιθωριακές ομάδες. Αντιθέτως πρόκειται για μια «αρχαία» επινόηση που υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο και ένα μέλλον το οποίο – για πολλούς και διάφορους λόγους και σκοπούς – κρατήθηκε κρυμμένο με εμμονικό τρόπο στο συρτάρι της ιστορίας. Σήμερα, σε έναν ελπιδοφόρα αυξανόμενο αριθμό κρατών, όχι μόνο στην Ευρώπη, ένα κομμάτι πολιτών απαιτεί να έχει στη διάθεσή του εργαλεία άμεσης συμμετοχής στις πολιτικές αποφάσεις, ασχέτως αν πολλές φορές δεν συνειδητοποιούν ότι, κατά βάση, αυτή η διαδικασία θα έπρεπε να αποτελεί αυτοσκοπό της κινητοποίησής τους και όχι απλά ένα μέσο που θα φέρει εις πέρας απλά και μόνο την εκπλήρωση συγκεκριμένων αιτημάτων.
Με άλλα λόγια, η χρήση αυτών των εργαλείων άμεσης συμμετοχής μπορεί να οδηγήσει, για παράδειγμα, στην διαμόρφωση μιας νέας νομοθεσίας, στην έγκριση κρατικών προϋπολογισμών, στην αναθεώρηση του συντάγματος, στην παύση μεγάλων δημοσίων έργων που αποφασίστηκαν με τρόπο αυθαίρετο «από τα πάνω», κ.α. Σε όλες τις ηπείρους και σε όλα τα επίπεδα είναι πλέον εμφανές το αίτημα αρκετών πολιτών να έχουν λόγο στις πολιτικές αποφάσεις. Η αναζωπύρωση αυτής της επιθυμίας για δημοκρατική συμμετοχή συνδέεται ασφαλώς και με μια ευρέως διαδεδομένη δυσφορία απέναντι στην πολιτική τάξη, στο κομματικό σύστημα, στα λόμπι και τις τεχνοκρατίες, που σε συνδυασμό με τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, έχουν επιβάλει, με κάθε μέσο, το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ανισότητας, νομιμοποιώντας ηθικά και ιδεολογικά την κοινωνική βαρβαρότητα.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μόνο μέσα στο 2001, πραγματοποιήθηκαν σχεδόν δέκα χιλιάδες δημοψηφίσματα σε επίπεδο δήμων, νομών και Ομόσπονδων Πολιτειών. Ξεκινώντας από το 1891 στην Ελβετία, έγιναν 540 ομοσπονδιακά δημοψηφίσματα. H Βαυαρία, από το 1995 έφερε σε πέρας σχεδόν 1.200 δημοτικά και περιφερειακά δημοψηφίσματα. Στην Ελβετία μάλιστα μαζί με δεκάδες δημοψηφίσματα που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο, σε πολλούς νομούς και Καντόνια πραγματοποιούνται ανοιχτές συνελεύσεις πολιτών. Τέτοιου είδους διαδικασίες δεν διενεργούνται αποκλειστικά και μόνο από κόμματα και πολιτικές ηγεσίες (σαφέστατα υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις, και οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι πως όταν μιλάμε για δημοκρατία, τότε αυστηρά θα πρέπει να αποκλείσουμε ιεραρχίες και γραφειοκρατίες), ωστόσο, τα περισσότερα δημοψηφίσματα διεξάγονται κατόπιν κινητοποίησης των πολιτών, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε περιοχές της Λατινικής Αμερικής. Σε όλες αυτές τις χώρες, ασφαλώς υπάρχει αφθονία ιδεών και επιχειρημάτων, όμως, οι πολίτες είναι πολιτικά δεσμευμένοι και αποφασισμένοι να αγωνιστούν για τα δικά τους θέλω και πιστεύω. Όλες αυτές οι εμπειρίες ωφέλησαν την ίδια την πολιτική όσον αφορά την αύξηση της διαφάνειας και της ζωτικότητας των σχέσεων μεταξύ της πολιτικής εκπροσώπησης και των ψηφοφόρων, πράγμα που ευνόησε και αύξησε τη συμμετοχή των πολιτών στην δημόσια σφαίρα.
Συχνά στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει τέτοια εργαλεία άμεσης συμμετοχής) στον πολιτικό διάλογο βλέπουμε ότι η δημοκρατία (άμεση) παρουσιάζεται σαν ανταγωνιστής του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος (που πρόκειται για ολιγαρχία – πότε φιλελεύθερη, πότε αυταρχική – δεδομένου ότι ένα πραγματικά δημοκρατικό καθεστώς δεν δύναται να συγχέει την αντιπροσώπευση με την ανοιχτή συμμετοχή των πολιτών, καθώς η αντιπροσώπευση, όπως έλεγε και ο Ρουσσώ, αντιστοιχεί στη φεουδαρχία παρά σε κάποιο χειραφετησιακό πρόταγμα). Στην πράξη, αυτό το είδος συλλογισμού που αναδεικνύει και εξιδανικεύει την αντιπροσώπευση, είναι απολύτως λανθασμένο και ξεπερασμένο. Στην πραγματικότητα ούτε ένα αμιγώς αντιπροσωπευτικό σύστημα, μήτε ένα υποθετικό αποκλειστικά αμεσοδημοκρατικό σύστημα μπορεί να εξασφαλίσει την πλήρη εκπροσώπηση των πολιτών ή την αποφυγή των λαθών.
Τα πολιτικά συστήματα που βασίζονται αποκλειστικά στη λήψη αποφάσεων μέσω συνελεύσεων (με εξαίρεση την αρχαία Αθήνα) δεν υπήρξαν σε καμία περιοχή και σε καμία στιγμή της ιστορίας, ούτε φυσικά στις υποτιθέμενες αμεσοδημοκρατικές μεσαιωνικές πόλεις της Ιταλίας. Αυτό που σήμερα θα έπρεπε να αναζητηθεί, με ζητούμενο την πραγμάτωση της δημοκρατίας (άμεσης), είναι η ενσωμάτωση, η εξέλιξη και η δυναμική προσαρμογή του πολιτικού συστήματος στις ανάγκες των πολιτών. Έτσι ώστε αυτό το πολιτικό σύστημα να βελτιώνεται προωθώντας την αυτοκυβέρνηση και τον αυτοκαθορισμό των ανθρώπων, να τείνει με άλλα λόγια στην άμεση δημοκρατία.
Σε αντίθεση με το πρώτο μέρος της ανάλυσης όπου εξετάστηκαν τα στοιχεία που συνθέτουν κάποιες από τις αντιρρήσεις και ενστάσεις σε σχέση με τα εργαλεία άμεσης συμμετοχής των πολιτών (ο ορισμός τους ως “αμεσοδημοκρατικά εργαλεία” στο τίτλο του πρώτου μέρους αφαιρέθηκε για την αποφυγή παρερμηνειών και εννοιολογικής σύγχυσης που οδηγεί στην ταύτιση αυτών των εργαλείων με την άμεση δημοκρατία), εδώ θα εξεταστούν ορισμένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα αυτών των εργαλείων σε αντιπαράθεση με τον κοινοβουλευτισμό.
Η πολιτική συνέχεια και η νομιμοποίηση
Στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού το ζήτημα της πολιτικής συνέχειας (που στο νεοφιλελεύθερο σύστημα ονομάζεται σταθερότητα και θεωρείται ως προαπαιτούμενο για την οικονομική ευημερία), ενώ συχνά είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα κυρίως του κόμματος ή των συνασπισμένων κομμάτων που θέλουν να επανεκλεγούν, στην πράξη αποδεικνύεται ότι τόσο τα κόμματα που θέλουν να επανεκλεγούν όσο και εκείνα της αντιπολίτευσης δεν επιθυμούν την πολιτική συνέχεια των προγραμμάτων τους αλλά πολύ περισσότερο αποζητούν αλλεπάλληλες πολιτικές ρήξεις που οδηγούν στην αλληλοδιαδοχή τους στο Κοινοβούλιο. Αυτό γιατί τις περισσότερες φορές ενώ γνωρίζουν a priori ότι τα πολιτικά τους προγράμματα δεν είναι υλοποιήσιμα, τα διαδίδουν διότι είναι χρήσιμα για την εκλογή τους, ή, με βάση μια άλλη εκδοχή, απλά αρνούνται να συνειδητοποιήσουν πως το τρέχον πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται αποκλειστικά και μόνο από εντολές που δίνουν οι αγορές και οι τεχνοκρατικοί θεσμοί, πράγμα που σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η κοινωνικό-οικονομική πραγματικότητα σχεδιάζεται και δομείται βάσει της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής ηγεμονίας, καθιστά τις προγραμματικές δηλώσεις αυτών των κομμάτων κάτι σαν παραμύθι για μικρά παιδιά. Ασφαλώς η πολιτική ρήξη δεν νοείται ως αρνητικό γεγονός όταν επιφέρει θετικές αλλαγές για τους πολίτες, όταν για παράδειγμα διακόπτει επιζήμια νομοσχέδια ή αλλάζει έναν μη λειτουργικό και αναποτελεσματικό νόμο. Το σταθερά αρνητικό γεγονός είναι όταν αυτή η ρήξη στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν αποτελεί πολιτική πράξη (δεν πρόκειται δηλαδή για κινητοποίηση «από τα κάτω», αλλά πρωτοβουλία κάποιας κομματικής γραφειοκρατίας), κι έτσι, μετατρέπεται σε ένα ακόμα επικοινωνιακό (προεκλογικό) τέχνασμα.
Η ελληνική μεταπολίτευση του δικομματισμού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μηχανισμού όπου κατά παράδοξο τρόπο για σαράντα συναπτά χρόνια όλοι οι πολιτικοί πρωταγωνιστές αποζητούσαν τη σταθερότητα ενώ παράλληλα την υπονόμευαν για να αντικαταστήσουν τους προηγούμενους (δηλαδή τον ένα και μοναδικό προηγούμενο που καταλάμβανε τη θέση του δεύτερου μέχρι να εκλεγεί ξανά πρώτος). Τα καταστροφικά για τους Έλληνες πολίτες αποτελέσματα αυτής της αλληλοδιαδοχής των ίδιων πολιτικών κομμάτων είναι πλέον ευρέως γνωστά. Αυτό που ίσως δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητό σε πολλούς είναι το γεγονός ότι όλα αυτά τα τερατουργήματα δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και στην περίπτωση που τα κόμματα της αλληλοδιαδοχής ήταν τρία ή τέσσερα και από όλο το ιδεολογικό φάσμα, ακριβώς γιατί έτσι λειτουργεί ο κοινοβουλευτισμός: τρέφεται, δηλαδή, από φαινομενικές πολιτικές ρήξεις θεαματικού τύπου (για εσωτερική κατανάλωση) οι οποίες στη συνέχεια διοχετεύονται επικοινωνιακά στους πολίτες έτσι ώστε αυτοί να περιμένουν τις επόμενες εκλογές με την ψευδαίσθηση ότι αυτή τη φορά κάτι θα αλλάξει. Είναι με άλλα λόγια ένα περιβάλλον πολιτικής και δημοκρατικής ακινησίας το οποίο παρουσιάζεται ως δυναμικό, ενώ ο μοναδικός του στόχος είναι η κατάληψη της εξουσίας. Η μόνη συνέχεια αυτού του πολιτικού συστήματος είναι η σταδιακή και καθολική υποταγή της πολιτικής στις ολιγαρχικές εξουσίες.
Ως εκ τούτου, η πολιτική συνέχεια και οποιοδήποτε μακροπρόθεσμο πολιτικό όραμα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι προϊόν του κοινοβουλευτισμού γεγονός που αποκαλύπτει και την αδυναμία του όχι απλά να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον, αλλά ούτε καν να το ορίσει ως έννοια. Οι πραγματικές πολιτικές ρήξεις που θα μπορούσαν να δώσουν συνέχεια σε ένα πολιτικό σχέδιο δύναται να γίνουν πολιτική πράξη μόνο από τα κάτω, δηλαδή από τους ίδιους τους πολίτες. Ιστορικά (δεδομένου ότι η ανθρωπότητα εδώ και εκατοντάδες χρόνια ζει μέσα σε θεοκρατίες, μοναρχίες και ολιγαρχίες) το μόνο μέσο που έχει δοκιμαστεί για την επίτευξη μεγάλων ρήξεων (με εξαίρεση την αθηναϊκή δημοκρατία) είναι η επανάσταση και σε πολύ μικρότερο βαθμό η ασαφής – αναποτελεσματική έννοια της πολιτικής ανυπακοής. Το μόνο που στην σύγχρονη εποχή δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί είναι η δημοκρατία (άμεση).
Όμως ο κοινοβουλευτισμός (και ειδικά ο μετακοινοβουλευτισμός, ένας κοινοβουλευτισμός δηλαδή που έχει απολύτως υποταχθεί στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού) δεν αρκείται στην πολιτική ακινησία και στην υποταγή, έχει προχωρήσει και στην επιβολή της νομιμοποίησης των αποφάσεών του (χρησιμοποιώντας την πολυνομία και τον τεχνοκρατισμό των ειδικών) που ενώ αφορούν και επηρεάζουν το σύνολο των πολιτών λαμβάνονται από ελάχιστους και τελικά οδηγούν και πάλι στη διεκπεραίωση των υποθέσεων των ίδιων χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών. Έτσι, πολλοί από τους πολίτες, ενώ συνειδητοποιούν ότι μια απόφαση του κοινοβουλίου είναι επιζήμια για την πλειοψηφία των πολιτών είναι αναγκασμένοι να την αποδεχθούν ως νόμιμη και αυτό γιατί ακόμη και το δικαίωμα στη λογική ανθρώπινη κρίση έχει εκχωρηθεί στους ειδικούς που εκείνοι γνωρίζουν καλύτερα γιατί για παράδειγμα μέσα σε μια βαθιά οικονομική κρίση πρέπει να θυσιαστεί και να εξαθλιωθεί η πλειοψηφία ενός λαού και να παραμείνει αλώβητο ένα ελαχιστότατο αριθμητικά τμήμα του που μάλιστα συχνά είναι συνυπεύθυνο για την ίδια την κρίση.
Για μια ακόμη φορά θα χρειαστεί να ανατρέξουμε σε έναν ακόμη παθητικά αποδεκτό παραλογισμό: στην αποδοχή δηλαδή του «ό,τι είναι νόμιμο είναι και δίκαιο ή και ηθικό». Η πλειοψηφία των πολιτών (στα πλαίσια ενός δημοψηφίσματος για παράδειγμα) μπορεί να πάρει μια λανθασμένη απόφαση η οποία θα είναι άδικη, ωστόσο μόνον αυτή μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατικά νόμιμη, αντιστοίχως μπορεί να πάρει μια απόφαση η οποία δεν είναι ηθική, για μια ακόμη φορά όμως αυτή θα είναι μια δημοκρατικά νόμιμη απόφαση. Σήμερα αντίθετα οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να αποδέχονται αποφάσεις τις οποίες δεν πήραν οι ίδιοι και που πολύ συχνά (εκτός από μη νόμιμες, ακόμη και συνταγματικά) δεν είναι ούτε δίκαιες, ούτε ηθικές.
Επομένως σε ό,τι αφορά στην νομιμότητα μια απόφασης η βούληση των πολλών είναι αυτή που την καθιστά δημοκρατικά νόμιμη. Ασφαλώς η δημοκρατική νομιμοποίηση μιας απόφασης δεν προστατεύει την κοινωνία από λανθασμένες ή και βάρβαρες αποφάσεις, διότι όπως έλεγε ο Κ. Καστοριάδης κανένας νόμος δεν μπορεί να προστατέψει τις κοινωνίες (εκτός από τις ίδιες) από τα σφάλματα και την ύβρη. Ωστόσο σήμερα το αποκλειστικό δικαίωμα στο επαναλαμβανόμενο λάθος το έχουν οι ολίγοι που καθορίζουν τις τύχες ολόκληρων λαών, οι οποίοι όχι μόνο δεν μαθαίνουν από τα πολιτικά τους λάθη (τα οποία, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα, καλούνται οι ίδιοι οι λαοί και οι πολίτες να πληρώσουν), αλλά τα επαναλαμβάνουν αδιαφορώντας και πάλι για τις κοινωνικές συνέπειες αυτών τους των επιλογών, αρκεί και μόνο να συντηρείται στο ακέραιο είτε η εξουσία τους, είτε οι ιδεολογικές τους εμμονές.
Διαφάνεια και έλεγχος της εξουσίας
«Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι ο αυστηρός έλεγχος όλων. Έλεγχος σημαίνει ουσιαστικό και δικαστικό έλεγχο από θεσμισμένα όργανα με τη συμμετοχή ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Ο έλεγχος περιέχει ασφαλώς τη διαφάνεια και τη λογοδοσία (λόγον διδόναι) όλων των προσώπων που ασκούν εξουσία: αυτό σημαίνει ανοικτή δυνατότητα στον καθένα να καταγγείλει στη βουλή, στην εκκλησία του δήμου και στα δικαστήρια των πολιτών τους πολιτικούς αξιωματούχους, αυτούς που άσκησαν εξουσία, εφάρμοσαν τις αποφάσεις και διαχειρίστηκαν χρήματα.» (Γιώργος. Ν. Οικονόμου).
Τα παραπάνω στοιχεία (δηλαδή η διαφάνεια και ο έλεγχος της εξουσίας) συνθέτουν τον έναν από τους τέσσερις (μαζί με την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη) πυλώνες της δημοκρατίας. Με εξαίρεση τα αυταρχικά ανελεύθερα καθεστώτα όπως τα μουσουλμανικά και στη συνέχεια τα ολοκληρωτικά, φασιστικά, κομμουνιστικά (με εναπομείναντα πλέον δείγματα τη Β.Κορέα, την Κίνα, την Κούβα, το Λάος και το Βιετνάμ) όπου ο έλεγχος της εξουσίας από τους πολίτες είναι «όνειρο θερινής νυκτός», στις υπόλοιπες χώρες (στις οποίες έχει σε γενικές γραμμές επικρατήσει η αντιπροσώπευση), ο έλεγχος της εξουσίας είναι συχνά επιμελώς θεσμοθετημένος αλλά στην πραγματικότητα σπανίως γίνεται πράξη καθώς συνήθως μένει στα χαρτιά, διότι στην ουσία δεν ασκείται ή ασκείται κατ’ επίφαση. Εκτός αυτού και σε συνάρτηση με αυτό θα έπρεπε να αναρωτηθούμε το εξής: στα πλαίσια αυτού του συστήματος ποιος ελέγχει ποιόν; Ειδικά εξετάζοντας την ελληνική πραγματικότητα η απάντηση είναι αφοπλιστικά απλή: στην ουσία κανείς δεν ελέγχει κανένα. Οι μεν «από τα κάτω» δεν έχουν τα μέσα και τους θεσμούς – και δυστυχώς, ούτε καν και το σθένος (έπειτα από την κινηματική ήττα του 2011 και τη συνεχόμενη ταπείνωση που οδηγεί στην αυτοενοχή, και ως εκ τούτου, στην πολιτική λιποταξία και/ή αδράνεια) – που θα τους επέτρεπαν να ελέγξουν τους «από τα πάνω», οι οποίοι – με τη σειρά τους – δεν έχουν καμία διάθεση να ελέγξουν τον εαυτό τους και τους χορηγούς/πελάτες τους αλλά στην ουσία ούτε και τους «από τα κάτω» (οι οποίοι ασφαλώς δεν είναι άμοιροι ευθυνών) και αυτό γιατί έτσι θα δυσαρεστούσαν τους ψηφοφόρους τους.
Αυτός ο μηχανισμός συνέβαλε στη δημιουργία του πελατειακού κράτους που διέπεται από ένα είδος παραδοσιακής ομερτά, όπου πολλοί γνωρίζουν αλλά ελάχιστοι μιλούν και αντιδρούν στην όποια αυθαιρεσία. Αυτός φυσικά ο μηχανισμός, δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός, δεν είναι, με άλλα λόγια, μια παθογένεια που αντικατοπτρίζει μόνον κάποια Ελληνική ιδιαιτερότητα (όπως θα έλεγαν οι φιλελεύθεροι υπερασπιστές του κοινοβουλευτισμού, στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι δεν υφίσταται δομικό-συστημικό πρόβλημα, και πως αυτά είναι αποτελέσματα κάποιας ανωμαλίας στο Ελληνικό DNA, που για μια ζωή καθιστά τους Έλληνες ανεύθυνους και ανεπίδεκτους μαθήσεως). Παρομοίως, και στις υπόλοιπες Δυτικές κοινωνίες, όπου οι εξουσίες βρίσκονται εξίσου συγκεντρωμένες στα χέρια των επαγγελματιών πολιτικών, η ίδια πάνω κάτω πραγματικότητα υφίσταται, με τη διαφορά πως αντί να ακολουθεί την Ελληνική οριενταλική γραμμή που ακούει στο όνομα πελατειακό κράτος, το βόλεμα, η μή αξιοκρατική προώθηση και, γενικώς, η μή ορθολογική κινητικότητα, συγκαλύπτονται από ένα προσωπείο νομιμότητας (αντί, δηλαδή, να χρηματοδοτούνται σκανδαλωδώς βουλευτές και μεγαλοεπιχειρηματίες, το κράτος, νομοθετεί – φυσικά ερήμην του πολίτη – με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν οι μεγάλοι αυτοί παράγοντες να εισπράττουν bonus, ή να μισθώνουν υπαλλήλους μέσω networking, όχι με βάση τα προσόντα τους αλλά τις γνωριμίες που οι ίδιοι έχουν με άλλους ισχυρούς παράγοντες. Το ζητούμενο επομένως (που συνθέτει και το δομικό πρόβλημα) σε αυτό το σύστημα δεν είναι ο έλεγχος, η λογοδοσία και όταν απαιτείται η αυστηρή τιμωρία αλλά η εκλογή, η επανεκλογή και/ή η παραμονή στην όποια ισχυρή θέση εξουσίας. Αυτό ασφαλώς ισχύει τόσο για τα κυρίαρχα κόμματα εξουσίας όσο και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης (αριστερά και μη) τα οποία συμβάλουν (παθητικά ή και ενεργητικά) στην πολιτική ακινησία, καθώς προσκολλημένα στα κεκτημένα τους, στον γραφειοκρατικό τους εγκλωβισμό και το κοινωνικό κύρος της βουλευτικής θέσης, αρκούνται στον να διατείνουν πως ονειρεύονται κάποια αυριανή επανάσταση.
Ο έλεγχος των αρχών (δηλαδή των κόμματων, της δικαιοσύνης, των ιδιωτικών συμφερόντων, των ΜΜΕ κλπ.) δεν μπορεί παρά να είναι διαρκής, ουσιαστικός, πολιτικός και ποινικός. Οι αρχαίοι ήξεραν πολύ καλά αυτό που διατύπωσε τον 19ο αιώνα ο λόρδος Άκτον: «Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Το μεγάλο πολιτικό μάθημα που μας προσφέρει η άμεση δημοκρατία, είναι ότι η εξουσία δεν είναι ιδιοκτησία ουδενός προσώπου και κόμματος, αλλά ασκείται και πρέπει να ασκείται από όλους τους πολίτες (βλ. και Γιώργος. Ν. Οικονόμου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», Παπαζήσης, 2007).
Προάσπιση του περιβάλλοντος
Σε πολλούς από εμάς είναι γνωστό ότι παράλληλα με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση και εξαιτίας αυτών, το περιβάλλον περνάει – όλο και λιγότερο σιωπηρά – τη δική του βαθιά κρίση, γεγονός που ελάχιστα φαίνεται να απασχολεί αρκετούς, όχι μόνο καθεστωτικούς πολιτικούς – πράγμα που άλλωστε ήταν και αναμενόμενο – αλλά εξίσου και πολιτικούς ακτιβιστές αριστερών και αναρχικών συγκλίσεων, καθώς και διανοούμενους. Έτσι, αγνοείται συστηματικά το γεγονός ότι η ανάπτυξη και ο παραγωγισμός μαζί με την αλόγιστη κατανάλωση έχουν θέσει την ανθρωπότητα στον αυτόματο όπου η ικανότητα (τα φυσικά δηλαδή όρια) του πλανήτη θεωρούνται ανεξάντλητα, όπως ανεξάντλητη θεωρείται και η ικανότητά του να αυτοθεραπεύεται από τις πληγές που του επιφέρει η επέλαση της εκμετάλλευσής του. Στάση που αν μπορούσε να γίνει εικόνα θα έδειχνε έναν άνθρωπο να πριονίζει ανάμεσα στα πόδια του τη μοναδική σανίδα που τον κρατάει όρθιο ανάμεσα στις δυο άκρες ενός γκρεμού. Αντιτιθέμενη σε αυτόν τον παραλογισμό ήδη από την δεκαετία του 1960 σταδιακά άρχισε να γεννιέται η πολιτική οικολογία τόσο σε επιστημονικό όσο και σε κινηματικό επίπεδο, αναδεικνύοντας σημαντικά περιβαλλοντικά ζητήματα. Τα τελευταία αυτά 40 χρόνια θεωρητικοί όπως ο Murrey Bookchin, o Eric Wolf, ο Ivann Illich, o Joan Mertinez-Allier, ο Serze Latouche μέσα από το έργο τους – που αν και σε πολλές πτυχές του παρουσιάζει διαφοροποιήσεις – συνέβαλλαν καθοριστικά στην κατάρριψη ενός ακόμη μεγάλου μύθου: Του μύθου που δυστυχώς επικρατεί ακόμη και σήμερα και που θέλει την οικονομική ανάπτυξη ως συνώνυμο της κοινωνικής ευημερίας. Ψηλαφώντας τις επιπτώσεις της σημερινής κρίσης τo 2008 o Serge Latouche είχε προφητικά πει: «δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη».
Τις τελευταίες αυτές δεκαετίες πολλά έχουν γραφτεί (και η αξία τους είναι ανεκτίμητη) αλλά δυστυχώς πολύ λίγα από αυτά έχουν γίνει πολιτική και επομένως υλοποιηθεί. Απόδειξη αυτής της αδράνειας είναι η συνεχώς αυξανόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η εξαφάνιση των φυσικών πόρων και της βιοποικιλότητας. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η βασική αιτία αυτής της αδράνειας και αναποτελεσματικότητας συνδέεται άμεσα με την ελλιπή ή και απούσα πολιτική δραστηριοποίηση των ανθρώπων αλλά και με την θεσμική αδυναμία των πολιτών να επιβάλλουν τις θέσεις τους. Να αμφισβητήσουν δηλαδή την ιδεολογία της προόδου (την πεμπτουσία, δηλαδή, του φιλελευθερισμού/καπιταλισμού), που συνεχώς οδηγεί στην αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης, ακριβώς λόγω της αέναης ανάπτυξης των μέσων παραγωγής και της συνεχόμενης μεγέθυνσης των δεικτών οικονομίας. Εδώ ακριβώς προκύπτει η πολιτική διάσταση του ζητήματος καθώς σημεία αναφοράς σε μια αντιπρόταση που θα προασπίζει το περιβάλλον είναι η απομεγέθυνση, μια τοπικοποιημένη, αλληλέγγυα οικονομία που θα είναι δομημένη πάνω σε κοινοτικούς δεσμούς, σε τοπικές αποαναπτυξιακές πολιτικές, στην αυτάρκεια, στην αποκέντρωση, κλπ. Είναι επομένως μια βαθιά αντικαπιταλιστική πολιτική θεωρία και πρακτική αποστασιοποιημένη από το φαντασιακό της ανάπτυξης και του οικονομισμού.
Είναι μια πολιτική θεωρία που στη βάση της έχει τη σκέψη του Καστοριάδη περί αυτονομίας και άμεσης δημοκρατίας καθώς και του Bookchin περί κοινωνικής οικολογίας και κομμουναλισμου. Ήδη από το 1993 ο Καστοριάδης τόνιζε ότι ακόμα και «o Μάρξ μετέχει πλήρως του καπιταλιστικού φαντασιακού καθώς σύμφωνα με αυτόν, όπως και με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής του, τα πάντα εξαρτώνται από την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων» και πρότεινε ξεκάθαρα την έξοδο από τη λογική της μεγέθυνσης, του «καταναλώνω άρα υπάρχω», λέγοντας ότι «θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων». Παρομοίως και η κοινωνική οικολογία, που διατείνεται ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα πηγάζουν μεν από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αυτή η εκμετάλλευση, ωστόσο, παίρνει και μια νέα μορφή, της κυριαρχίας (εκμετάλλευσης) της φύσης από τον υπεράνθρωπο (ο καπιταλιστικός ανθρωπολογικός τύπος), που – με βάση το θετικιστικό/καπιταλιστικό φαντασιακό – είναι σε θέση να αντικαταστήσει τον ίδιο το θεό μέσω της τεχνογνωσίας που διαθέτει. Ο Murray Bookchin (Η οικολογία της ελευθερίας) μας λέει με σαφήνεια πως «αν δεν πράξουμε τα ακατόρθωτο, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο». Πιθανότατα σήμερα ο Καστοριάδης θα μας έλεγε ότι αυτό που θα έπρεπε να αναρωτηθούμε είναι: μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο για τον πλανήτη μας και τους εαυτούς μας ζώντας αποξενωμένοι από τη λήψη των αποφάσεων; Kαι πόση ακόμη από την ελπίδα μας για αυτονομία είμαστε σε θέση να θυσιάσουμε εναποθέτοντας το αύριό μας στην ψευδαίσθηση της αντιπροσώπευσης;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παράλληλα από τα ενδότερα του καπιταλισμού και σε συνάρτηση με αυτόν γεννήθηκαν (ως μετριοπαθής απάντηση) πολλά και διάφορα πράσινα και απολιτικά οικολογικά κινήματα, οργανώσεις αλλά και διεθνείς οργανισμοί που μετέφεραν τη βάση της συζήτησης σε αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως ένας «ήπιος περιβαλλοντισμός με ανάπτυξη» που δεν έχει ουδεμία σχέση με την πολιτική οικολογία ή οποία είναι ένα ξεκάθαρο πολιτικό πρόταγμα που απορρίπτει με σαφήνεια τον καπιταλισμό. Ο Bookchin (όπως και άλλοι) έχουν ξεκάθαρα υποστηρίξει ότι το να μιλάμε για «όρια στην ανάπτυξη» σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς είναι το ίδιο με να μιλάμε για τα «όρια του πολέμου» σε μια κοινωνία πολεμιστών.
Υπεροχή του συλλογικού και ειδικοκρατία
Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί που καλλιεργούν το μύθο του μέσου ανίκανου πολίτη να ασκήσει πολιτική σε σχέση με την πολιτική ελίτ, αλλά και οι ειδικοί διαφόρων επιστημονικών και μη πεδίων. Με την τεχνολογική πρόοδο και την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της βιομηχανικής κοινωνίας, η ανθρωπότητα κατακλύστηκε από διάφορες επιστημονικές ελίτ οι οποίες – εκπροσωπώντας πιστά τα συμφέροντα της ολιγαρχίας – υποβαθμίζουν την ικανότητα των πολιτών να πάρουν αποφάσεις. Σαφέστατα, η λογική του «ανίκανου πολίτη» αντανακλά και τμηματικά το φιλελεύθερο φαντασιακό (της αντιπροσώπευσης), βάσει του οποίου, ο άνθρωπος είναι ανίκανος να αυτοκυβερνηθεί λόγο της έμφυτης απληστίας του και της τάσης του να αναζητά την προσωπική του ευτυχία καταστρέφοντας ό,τι βρει στο πέρασμά του (αντίληψη που θεμελίωσε ο φιλόσοφος της απολυταρχίας, Thomas Hobbes, με ρίζες στον Πλάτωνα και στη μεσαιωνική μοναρχία). Οι φιλελεύθεροι φιλόσοφοι (όπως ο Locke) αναπαρήγαγαν εξίσου το ίδιο φαντασιακό, αντικαθιστώντας την απολυτότητα του Κυρίαρχου (μονάρχη) με μια εξουσία η οποία θα λογοδοτεί (δήθεν) στην πλειοψηφία, αφήνοντας ωστόσο το σοβαρότατο ζήτημα της αντιπροσώπευσης άθικτο. Οι θετικιστές, οι λάτρεις της τεχνογνωσίας, της τεχνολογίας, της τεχνοκρατίας και της λογικής του laissez-faire, βάσισαν εξίσου τη σκέψη τους πάνω στο Πλατωνικό/Χομπσιανό παράδειγμα: για τους ίδιους ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται πάντα υποχείριο της τεχνολογίας και της επιστήμης, η οποία δεν αναγνωρίζει πάθη και υπερβολές (στοιχεία της ανθρώπινης φύσης), και πως μόνο με την καθοδήγηση των μαθηματικών εξισώσεων μπορεί μια ανθρώπινη κοινωνία να στεριώσει ειρηνικά, αφήνοντας το πεδίο των αποφάσεων στα χέρια ενός (δήθεν ουδέτερου) εργαλείου, αυτού των θετικών επιστημών. Έτσι σε μια όλο και πιο τεχνοκρατική και σύνθετη κοινωνία, από την πλευρά των κυβερνήσεων έχει γίνει πλέον νομοτελειακή η προσφυγή στη γνώμη των ειδικών έτσι ώστε να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις που θα επηρεάσουν ριζικά το σύνολο της κοινωνίας.
Το γεγονός ότι αυτοί οι ειδικοί ενδέχεται να έχουν κάποια προσόντα ώστε να φανούν χρήσιμοι για τα δημόσια πράγματα (δηλαδή να επιφορτιστούν με ειδικά καθήκοντα), δεν συνεπάγεται ότι θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα (σε μια δημοκρατία) να ασκήσουν διακυβέρνηση (επιβάλλοντας συχνά τις, στενά συνδεδεμένες με την ολιγαρχία, επιλογές τους). Η συζήτηση που αφορά γενικότερα στην «δημοκρατία» των ειδικών (expertocracy) και ειδικότερα σε αυτή που εύστοχα ο Pierre Andre Taguieff ονομάζει ως «νομικοχρηματιστική ειδικοκρατία» τα τελευταία χρόνια εντάθηκε κυρίως σε συνάρτηση μετά τα τεράστια ποσά που καταβάλλονται από τις κυβερνήσεις σε ομάδες συμβούλων, οίκους αξιολόγησης και διάφορους ειδικούς, ώστε να συντάξουν εκθέσεις, αναλύσεις, αξιολογήσεις κ.α. Εκτός από το γεγονός ότι τα προσόντα και η ικανότητα αυτών των ειδικών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί «από τα κάτω», η ανάθεση του έργου τους (συμπεριλαμβανομένου του τιμήματος) αποφασίζεται με απολύτως αδιαφανή και πελατειακά κριτήρια από τους πολιτικούς και τις κάθε φορά εμπλεκόμενες ομάδες συμφερόντων. Έτσι στις περισσότερες περιπτώσεις το υποτιθέμενο αυστηρά «επιστημονικό» συμπέρασμά τους καταλήγει να αναπαράγει και το ζητούμενο από τις ολιγαρχίες πολιτικό μέσο πίεσης για την επιβολή στην κοινωνία μέτρων λιτότητας, υποβάθμισης του κοινωνικού κράτους, κλπ. (επιβάλλοντας με άλλα λόγια το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού).
Για να αποτραπεί η κατάχρηση του ρόλου των «ειδικών» σε συνεργασία με τις πολιτικές ελίτ είναι απαραίτητο να επεκταθούν και να βελτιωθούν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Χρήσιμα εργαλεία – τουλάχιστον για τον περιορισμό του φαινομένου – είναι τόσο το δημοψήφισμα και τα συμβούλια πολιτών, όσο και η – ελεγχόμενη από τα κάτω – νομοθετική πρωτοβουλία ως μέσα εξισορρόπησης. Μόνο με την ενίσχυση του ρόλου των ίδιων των πολιτών μπορεί να απαιτηθεί και να εξασφαλιστεί η διαφάνεια, η ανεξαρτησία και η ουδετερότητά περιορίζοντας την παντοδυναμία και την αυθαιρεσία των ειδικών.
Ο παραπάνω συλλογισμός δεν αποτελεί προτροπή για έναν άκρατο ανταγωνισμό μεταξύ των πολιτών και των ειδικών (που συχνά ταυτόχρονα είναι και πολίτες), άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις, πολιτικές πρωτοβουλίες πολιτών, (αν και διαθέτουν περιορισμένους οικονομικούς πόρους) κάνουν χρήση της επιστημονικής γνώσης ειδικών και εμπειρογνωμόνων.
Το σημαντικό – αν θέλουμε να μιλάμε για δημοκρατία (άμεση) – είναι να κατανοήσουμε ότι η σχέση ανάμεσα σε αυτούς που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις (που θα έπρεπε να είναι οι πολίτες) και τους ειδικούς, πρέπει να είναι απολύτως διακριτή, ενώ ο ρόλος των ειδικών πρέπει να νομιμοποιείται από τους ίδιους τους πολίτες λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά και μόνο τα επιστημονικά-ακαδημαϊκά τους προσόντα. Με άλλα λόγια αυτός που στο γραφείο του μπορεί να άγεται και να φέρεται ως ειδικός – όταν μιλάμε για λήψη πολιτικών αποφάσεων – οφείλει να είναι πολίτης όπως όλοι οι υπόλοιποι (οι οποίοι με τη σειρά τους μπορεί να είναι ειδικοί σε κάποιον άλλο τομέα). Βασική αρχή της δημοκρατικής πολιτικής είναι ακριβώς η απουσία των ειδικών στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Η έννοια του πολίτη που αποφασίζει για το μέλλον του είναι κεντρική, αν θέλουμε να μιλάμε για δημοκρατία. Μεγάλοι στοχαστές όπως η Hannah Arendt, o Murray Bookchin και ο Κορνήλιος Καστοριάδης με το έργο τους ανέδειξαν το γεγονός ότι η πολιτική είναι μια συλλογική δραστηριότητα από ανθρώπους που είναι πολίτες ή που θέλουν να γίνουν πολίτες και αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον, στο συμφέρον της πόλεως.
Στη δημοκρατία η υπεροχή του συλλογικού – βάσει της πλειοψηφικής αρχής – σε ό,τι αφορά σε αυτό που ο Καστοριάδης ονομάζει πεδίο των ανθρώπινων υποθέσεων, και δη πολιτικών και κοινωνικών δεν μπορεί να αμφισβητείται από κανέναν ειδικό και ασφαλώς δεν μπορεί να είναι ζήτημα διαπραγμάτευσης με τους υπέρμαχους του κοινοβουλευτισμού.
Καταλήγοντας στη πορεία προς τη δημοκρατία (άμεση), ιδιαίτερη σημασία έχει η αποκατάσταση των εννοιών που θα επιτρέψουν στον άνθρωπο του σήμερα, να κάνει μερικά βήματα πίσω (στην γέννηση της δημοκρατικής πολιτικής ως ανθρώπινη επινόηση) ώστε να πάρει την τύχη του και το μέλλον του στα δικά του χέρια. Αρχικά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι (όπως ο προηγούμενος) πολύ περισσότερο ο σημερινός – υποταγμένος στην οικονομία – κοινοβουλευτισμός (μετακοινοβουλευτισμός) ο οποίος έχει επικρατήσει «κατά κράτος» δεν πρέπει να συγχέεται με τη δημοκρατία. Διότι ο κοινοβουλευτισμός, στην ουσία, αποτελεί ένα νεωτερικό δημιούργημα, ένα φιλελεύθερο ολιγαρχικό πολιτικό μοντέλο με ολιγαρχικές βάσεις. Σήμερα, ζητήματα όπως η συνέχεια των πολιτικών προγραμμάτων και η νομιμοποίηση των πολιτικών αποφάσεων, η διαφάνεια και έλεγχος της εξουσίας, η προάσπιση του περιβάλλοντος και η επικράτηση της οικονομικής-νομικής ειδικοκρατίας σε βάρος των πολλών και σειρά άλλων θεμάτων απασχολούν τους πολίτες όλων των χωρών. Το γεγονός αυτό (ότι δηλαδή όλο και περισσότεροι πολίτες αντιλαμβάνονται τις δομικές αδυναμίες του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος) θα πρέπει να αποτελέσει και την αφετηρία για τη δημιουργία μιας νέας αντίληψης για την ίδια την πολιτική. Μια αντίληψη που θα έχει στο κέντρο της την ιδιότητα του πολίτη. Ακριβώς επειδή η έννοια του πολίτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άμεση συμμετοχή στα κοινά (πεμπτουσία της δημοκρατίας, διότι χωρίς πολίτη δεν μπορούμε να έχουμε καν δημοκρατία και αντιστοίχως δίχως δημοκρατία δεν μπορούμε να έχουμε πολίτη), τα εργαλεία άμεσης συμμετοχής – όπως τονίστηκε στην αρχή του κειμένου- θα έπρεπε να είναι αυτοσκοπός και βασική απαίτηση των πολιτών.
Η ένδεια και η βαρβαρότητα του σύγχρονου κόσμου – ως απόρροια και του σημερινού πολιτικού συστήματος – θεωρούμε ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς την «εκγύμναση» των πολιτών στη δημοκρατία και κάθε μέσο που οδηγεί στην ενεργή συμμετοχή των ανθρώπων στις πολιτικές αποφάσεις, ενώ δεν συνθέτει τις δομές για την εγκαθίδρυση αυτού του πολιτεύματος, συμβάλει καθοριστικά στην πορεία προς μια κοινωνία που θα ορίζει συλλογικά και επομένως δημοκρατικά όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις. Άλλωστε (υπό το πρίσμα της δημοκρατίας) η μετάβαση από το ιδεατό και οραματικό στο συγκεκριμένο και εμπράγματο δεν μπορεί να παρά να είναι συλλογική και βιωματική, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού και (σε σχέση αλληλεξαρτώμενη) πολιτισμικού ρεύματος.
Βιβλιογραφία:
Murray Bookchin (1992), Τι είναι κοινωνική οικολογία, εκδ. Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 1992.
Murray Bookchin and Biehl J. (1998), The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism, Montreal: Black Rose Books.
Hannah Arendt η «Ανθρώπινη Κατάσταση» και «Hannah Arendt and the Political», στο C. Lefort, Democracy and Political Theory, Policy Press, Cambridge 1988.
Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η Ορθολογικότητα του Καπιταλισμού», Αθήνα 1998 εκδ. Έψιλον.
Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», Αθήνα, εκδόσεις κέδρος (1974).
Κορνήλιος Καστοριάδης (1993), «Η παγκόσμια ανισορροπία και η επαναστατική δύναμη της οικολογίας, «Κοινωνία και Φύση».
11 κείμενα για την αποανάπτυξη «Πέρα από το δίλημμα λιτότητα ή ανάπτυξη», Εκδόσεις Πράσινο Ινστιτούτο (2014).
Πλάτων Πολιτεια.( 2014). Εκδοσεις Πόλις. Αθήνα.
Martinez Alier, J (2002). The environmentalism of the poor (paper).
Κολέμπας Γ, Μπίλλας Γ. (2012) Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης – τοπικοποίησης, Εκδόσεις Συναδέλφων Αθήνα.
Illich, I. (1978), Toward a History of Needs, New York: Pantheon (1978).
Γιώργος Ν. Οικονόμου, «ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες». Εκδόσεις Παπαζήση.
J.G. Matsusaka, For the Many and the Few. The Initiative, Public Policy and American Democracy, University of Chicago Press (2004).
Alexis de Tocqueville: Democracy in America, σε επιμέλεια και μετάφραση Harvey Mansfield και Delba Winthrop, Σικάγο: University of Chicago Press, (2000).
Murray Bookchin: The ecology of freedom. AK Press. Oakland, USA. (2005).
Thomas Hobbes: Leviathan. Dover Publications. USA. (2006).
Εργαλεία άμεσης συμμετοχής και κοινοβουλευτισμός (μέρος β)
Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης
Διαβάστε εδώ το πρώτο μέρος
Η ιστορία από τις πρώτες αποικίες της Μεσοποταμίας και την ελληνική αρχαιότητα μέχρι το μεσαίωνα και τη σύγχρονη εποχή προσφέρει ξεκάθαρα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η δημοκρατία είναι μια πολύπαθη, παραποιημένη έννοια, την οποία αξίζει να μελετήσουμε και να επανανοηματοδοτήσουμε, προσπερνώντας τη νεωτερική της (και σαφέστατα διαστρεβλωμένη) εκδοχή, που την ταυτίζει με την αντιπροσώπευση και τον κοινοβουλευτισμό, ή με τη λογική του απαθούς ψηφοφόρου που αρκείται στην απλή εκλογή πολιτικών αντιπροσώπων. H δημοκρατία (άμεση) είναι κάθε άλλο παρά μια απαρχαιωμένη ιδέα, που καλλιεργείται μόνο από νοσταλγικούς στοχαστές ή περιθωριακές ομάδες. Αντιθέτως πρόκειται για μια «αρχαία» επινόηση που υπόσχεται ένα καλύτερο αύριο και ένα μέλλον το οποίο – για πολλούς και διάφορους λόγους και σκοπούς – κρατήθηκε κρυμμένο με εμμονικό τρόπο στο συρτάρι της ιστορίας. Σήμερα, σε έναν ελπιδοφόρα αυξανόμενο αριθμό κρατών, όχι μόνο στην Ευρώπη, ένα κομμάτι πολιτών απαιτεί να έχει στη διάθεσή του εργαλεία άμεσης συμμετοχής στις πολιτικές αποφάσεις, ασχέτως αν πολλές φορές δεν συνειδητοποιούν ότι, κατά βάση, αυτή η διαδικασία θα έπρεπε να αποτελεί αυτοσκοπό της κινητοποίησής τους και όχι απλά ένα μέσο που θα φέρει εις πέρας απλά και μόνο την εκπλήρωση συγκεκριμένων αιτημάτων.
Με άλλα λόγια, η χρήση αυτών των εργαλείων άμεσης συμμετοχής μπορεί να οδηγήσει, για παράδειγμα, στην διαμόρφωση μιας νέας νομοθεσίας, στην έγκριση κρατικών προϋπολογισμών, στην αναθεώρηση του συντάγματος, στην παύση μεγάλων δημοσίων έργων που αποφασίστηκαν με τρόπο αυθαίρετο «από τα πάνω», κ.α. Σε όλες τις ηπείρους και σε όλα τα επίπεδα είναι πλέον εμφανές το αίτημα αρκετών πολιτών να έχουν λόγο στις πολιτικές αποφάσεις. Η αναζωπύρωση αυτής της επιθυμίας για δημοκρατική συμμετοχή συνδέεται ασφαλώς και με μια ευρέως διαδεδομένη δυσφορία απέναντι στην πολιτική τάξη, στο κομματικό σύστημα, στα λόμπι και τις τεχνοκρατίες, που σε συνδυασμό με τα προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, έχουν επιβάλει, με κάθε μέσο, το νεοφιλελεύθερο δόγμα της ανισότητας, νομιμοποιώντας ηθικά και ιδεολογικά την κοινωνική βαρβαρότητα.
Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, μόνο μέσα στο 2001, πραγματοποιήθηκαν σχεδόν δέκα χιλιάδες δημοψηφίσματα σε επίπεδο δήμων, νομών και Ομόσπονδων Πολιτειών. Ξεκινώντας από το 1891 στην Ελβετία, έγιναν 540 ομοσπονδιακά δημοψηφίσματα. H Βαυαρία, από το 1995 έφερε σε πέρας σχεδόν 1.200 δημοτικά και περιφερειακά δημοψηφίσματα. Στην Ελβετία μάλιστα μαζί με δεκάδες δημοψηφίσματα που λαμβάνουν χώρα κάθε χρόνο, σε πολλούς νομούς και Καντόνια πραγματοποιούνται ανοιχτές συνελεύσεις πολιτών. Τέτοιου είδους διαδικασίες δεν διενεργούνται αποκλειστικά και μόνο από κόμματα και πολιτικές ηγεσίες (σαφέστατα υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις, και οφείλουμε να είμαστε ξεκάθαροι πως όταν μιλάμε για δημοκρατία, τότε αυστηρά θα πρέπει να αποκλείσουμε ιεραρχίες και γραφειοκρατίες), ωστόσο, τα περισσότερα δημοψηφίσματα διεξάγονται κατόπιν κινητοποίησης των πολιτών, όπως ακριβώς συμβαίνει και σε περιοχές της Λατινικής Αμερικής. Σε όλες αυτές τις χώρες, ασφαλώς υπάρχει αφθονία ιδεών και επιχειρημάτων, όμως, οι πολίτες είναι πολιτικά δεσμευμένοι και αποφασισμένοι να αγωνιστούν για τα δικά τους θέλω και πιστεύω. Όλες αυτές οι εμπειρίες ωφέλησαν την ίδια την πολιτική όσον αφορά την αύξηση της διαφάνειας και της ζωτικότητας των σχέσεων μεταξύ της πολιτικής εκπροσώπησης και των ψηφοφόρων, πράγμα που ευνόησε και αύξησε τη συμμετοχή των πολιτών στην δημόσια σφαίρα.
Συχνά στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες που δεν έχουν ακόμη υιοθετήσει τέτοια εργαλεία άμεσης συμμετοχής) στον πολιτικό διάλογο βλέπουμε ότι η δημοκρατία (άμεση) παρουσιάζεται σαν ανταγωνιστής του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος (που πρόκειται για ολιγαρχία – πότε φιλελεύθερη, πότε αυταρχική – δεδομένου ότι ένα πραγματικά δημοκρατικό καθεστώς δεν δύναται να συγχέει την αντιπροσώπευση με την ανοιχτή συμμετοχή των πολιτών, καθώς η αντιπροσώπευση, όπως έλεγε και ο Ρουσσώ, αντιστοιχεί στη φεουδαρχία παρά σε κάποιο χειραφετησιακό πρόταγμα). Στην πράξη, αυτό το είδος συλλογισμού που αναδεικνύει και εξιδανικεύει την αντιπροσώπευση, είναι απολύτως λανθασμένο και ξεπερασμένο. Στην πραγματικότητα ούτε ένα αμιγώς αντιπροσωπευτικό σύστημα, μήτε ένα υποθετικό αποκλειστικά αμεσοδημοκρατικό σύστημα μπορεί να εξασφαλίσει την πλήρη εκπροσώπηση των πολιτών ή την αποφυγή των λαθών.
Τα πολιτικά συστήματα που βασίζονται αποκλειστικά στη λήψη αποφάσεων μέσω συνελεύσεων (με εξαίρεση την αρχαία Αθήνα) δεν υπήρξαν σε καμία περιοχή και σε καμία στιγμή της ιστορίας, ούτε φυσικά στις υποτιθέμενες αμεσοδημοκρατικές μεσαιωνικές πόλεις της Ιταλίας. Αυτό που σήμερα θα έπρεπε να αναζητηθεί, με ζητούμενο την πραγμάτωση της δημοκρατίας (άμεσης), είναι η ενσωμάτωση, η εξέλιξη και η δυναμική προσαρμογή του πολιτικού συστήματος στις ανάγκες των πολιτών. Έτσι ώστε αυτό το πολιτικό σύστημα να βελτιώνεται προωθώντας την αυτοκυβέρνηση και τον αυτοκαθορισμό των ανθρώπων, να τείνει με άλλα λόγια στην άμεση δημοκρατία.
Σε αντίθεση με το πρώτο μέρος της ανάλυσης όπου εξετάστηκαν τα στοιχεία που συνθέτουν κάποιες από τις αντιρρήσεις και ενστάσεις σε σχέση με τα εργαλεία άμεσης συμμετοχής των πολιτών (ο ορισμός τους ως “αμεσοδημοκρατικά εργαλεία” στο τίτλο του πρώτου μέρους αφαιρέθηκε για την αποφυγή παρερμηνειών και εννοιολογικής σύγχυσης που οδηγεί στην ταύτιση αυτών των εργαλείων με την άμεση δημοκρατία), εδώ θα εξεταστούν ορισμένα από τα συγκριτικά πλεονεκτήματα αυτών των εργαλείων σε αντιπαράθεση με τον κοινοβουλευτισμό.
Η πολιτική συνέχεια και η νομιμοποίηση
Στα πλαίσια του κοινοβουλευτισμού το ζήτημα της πολιτικής συνέχειας (που στο νεοφιλελεύθερο σύστημα ονομάζεται σταθερότητα και θεωρείται ως προαπαιτούμενο για την οικονομική ευημερία), ενώ συχνά είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα κυρίως του κόμματος ή των συνασπισμένων κομμάτων που θέλουν να επανεκλεγούν, στην πράξη αποδεικνύεται ότι τόσο τα κόμματα που θέλουν να επανεκλεγούν όσο και εκείνα της αντιπολίτευσης δεν επιθυμούν την πολιτική συνέχεια των προγραμμάτων τους αλλά πολύ περισσότερο αποζητούν αλλεπάλληλες πολιτικές ρήξεις που οδηγούν στην αλληλοδιαδοχή τους στο Κοινοβούλιο. Αυτό γιατί τις περισσότερες φορές ενώ γνωρίζουν a priori ότι τα πολιτικά τους προγράμματα δεν είναι υλοποιήσιμα, τα διαδίδουν διότι είναι χρήσιμα για την εκλογή τους, ή, με βάση μια άλλη εκδοχή, απλά αρνούνται να συνειδητοποιήσουν πως το τρέχον πολιτικό σκηνικό διαμορφώνεται αποκλειστικά και μόνο από εντολές που δίνουν οι αγορές και οι τεχνοκρατικοί θεσμοί, πράγμα που σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η κοινωνικό-οικονομική πραγματικότητα σχεδιάζεται και δομείται βάσει της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής ηγεμονίας, καθιστά τις προγραμματικές δηλώσεις αυτών των κομμάτων κάτι σαν παραμύθι για μικρά παιδιά. Ασφαλώς η πολιτική ρήξη δεν νοείται ως αρνητικό γεγονός όταν επιφέρει θετικές αλλαγές για τους πολίτες, όταν για παράδειγμα διακόπτει επιζήμια νομοσχέδια ή αλλάζει έναν μη λειτουργικό και αναποτελεσματικό νόμο. Το σταθερά αρνητικό γεγονός είναι όταν αυτή η ρήξη στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν αποτελεί πολιτική πράξη (δεν πρόκειται δηλαδή για κινητοποίηση «από τα κάτω», αλλά πρωτοβουλία κάποιας κομματικής γραφειοκρατίας), κι έτσι, μετατρέπεται σε ένα ακόμα επικοινωνιακό (προεκλογικό) τέχνασμα.
Η ελληνική μεταπολίτευση του δικομματισμού αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μηχανισμού όπου κατά παράδοξο τρόπο για σαράντα συναπτά χρόνια όλοι οι πολιτικοί πρωταγωνιστές αποζητούσαν τη σταθερότητα ενώ παράλληλα την υπονόμευαν για να αντικαταστήσουν τους προηγούμενους (δηλαδή τον ένα και μοναδικό προηγούμενο που καταλάμβανε τη θέση του δεύτερου μέχρι να εκλεγεί ξανά πρώτος). Τα καταστροφικά για τους Έλληνες πολίτες αποτελέσματα αυτής της αλληλοδιαδοχής των ίδιων πολιτικών κομμάτων είναι πλέον ευρέως γνωστά. Αυτό που ίσως δεν έχει γίνει ακόμη κατανοητό σε πολλούς είναι το γεγονός ότι όλα αυτά τα τερατουργήματα δεν θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί ακόμη και στην περίπτωση που τα κόμματα της αλληλοδιαδοχής ήταν τρία ή τέσσερα και από όλο το ιδεολογικό φάσμα, ακριβώς γιατί έτσι λειτουργεί ο κοινοβουλευτισμός: τρέφεται, δηλαδή, από φαινομενικές πολιτικές ρήξεις θεαματικού τύπου (για εσωτερική κατανάλωση) οι οποίες στη συνέχεια διοχετεύονται επικοινωνιακά στους πολίτες έτσι ώστε αυτοί να περιμένουν τις επόμενες εκλογές με την ψευδαίσθηση ότι αυτή τη φορά κάτι θα αλλάξει. Είναι με άλλα λόγια ένα περιβάλλον πολιτικής και δημοκρατικής ακινησίας το οποίο παρουσιάζεται ως δυναμικό, ενώ ο μοναδικός του στόχος είναι η κατάληψη της εξουσίας. Η μόνη συνέχεια αυτού του πολιτικού συστήματος είναι η σταδιακή και καθολική υποταγή της πολιτικής στις ολιγαρχικές εξουσίες.
Ως εκ τούτου, η πολιτική συνέχεια και οποιοδήποτε μακροπρόθεσμο πολιτικό όραμα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι προϊόν του κοινοβουλευτισμού γεγονός που αποκαλύπτει και την αδυναμία του όχι απλά να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον, αλλά ούτε καν να το ορίσει ως έννοια. Οι πραγματικές πολιτικές ρήξεις που θα μπορούσαν να δώσουν συνέχεια σε ένα πολιτικό σχέδιο δύναται να γίνουν πολιτική πράξη μόνο από τα κάτω, δηλαδή από τους ίδιους τους πολίτες. Ιστορικά (δεδομένου ότι η ανθρωπότητα εδώ και εκατοντάδες χρόνια ζει μέσα σε θεοκρατίες, μοναρχίες και ολιγαρχίες) το μόνο μέσο που έχει δοκιμαστεί για την επίτευξη μεγάλων ρήξεων (με εξαίρεση την αθηναϊκή δημοκρατία) είναι η επανάσταση και σε πολύ μικρότερο βαθμό η ασαφής – αναποτελεσματική έννοια της πολιτικής ανυπακοής. Το μόνο που στην σύγχρονη εποχή δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί είναι η δημοκρατία (άμεση).
Όμως ο κοινοβουλευτισμός (και ειδικά ο μετακοινοβουλευτισμός, ένας κοινοβουλευτισμός δηλαδή που έχει απολύτως υποταχθεί στο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού) δεν αρκείται στην πολιτική ακινησία και στην υποταγή, έχει προχωρήσει και στην επιβολή της νομιμοποίησης των αποφάσεών του (χρησιμοποιώντας την πολυνομία και τον τεχνοκρατισμό των ειδικών) που ενώ αφορούν και επηρεάζουν το σύνολο των πολιτών λαμβάνονται από ελάχιστους και τελικά οδηγούν και πάλι στη διεκπεραίωση των υποθέσεων των ίδιων χρηματοπιστωτικών ολιγαρχιών. Έτσι, πολλοί από τους πολίτες, ενώ συνειδητοποιούν ότι μια απόφαση του κοινοβουλίου είναι επιζήμια για την πλειοψηφία των πολιτών είναι αναγκασμένοι να την αποδεχθούν ως νόμιμη και αυτό γιατί ακόμη και το δικαίωμα στη λογική ανθρώπινη κρίση έχει εκχωρηθεί στους ειδικούς που εκείνοι γνωρίζουν καλύτερα γιατί για παράδειγμα μέσα σε μια βαθιά οικονομική κρίση πρέπει να θυσιαστεί και να εξαθλιωθεί η πλειοψηφία ενός λαού και να παραμείνει αλώβητο ένα ελαχιστότατο αριθμητικά τμήμα του που μάλιστα συχνά είναι συνυπεύθυνο για την ίδια την κρίση.
Για μια ακόμη φορά θα χρειαστεί να ανατρέξουμε σε έναν ακόμη παθητικά αποδεκτό παραλογισμό: στην αποδοχή δηλαδή του «ό,τι είναι νόμιμο είναι και δίκαιο ή και ηθικό». Η πλειοψηφία των πολιτών (στα πλαίσια ενός δημοψηφίσματος για παράδειγμα) μπορεί να πάρει μια λανθασμένη απόφαση η οποία θα είναι άδικη, ωστόσο μόνον αυτή μπορεί να θεωρηθεί δημοκρατικά νόμιμη, αντιστοίχως μπορεί να πάρει μια απόφαση η οποία δεν είναι ηθική, για μια ακόμη φορά όμως αυτή θα είναι μια δημοκρατικά νόμιμη απόφαση. Σήμερα αντίθετα οι πολίτες είναι υποχρεωμένοι να αποδέχονται αποφάσεις τις οποίες δεν πήραν οι ίδιοι και που πολύ συχνά (εκτός από μη νόμιμες, ακόμη και συνταγματικά) δεν είναι ούτε δίκαιες, ούτε ηθικές.
Επομένως σε ό,τι αφορά στην νομιμότητα μια απόφασης η βούληση των πολλών είναι αυτή που την καθιστά δημοκρατικά νόμιμη. Ασφαλώς η δημοκρατική νομιμοποίηση μιας απόφασης δεν προστατεύει την κοινωνία από λανθασμένες ή και βάρβαρες αποφάσεις, διότι όπως έλεγε ο Κ. Καστοριάδης κανένας νόμος δεν μπορεί να προστατέψει τις κοινωνίες (εκτός από τις ίδιες) από τα σφάλματα και την ύβρη. Ωστόσο σήμερα το αποκλειστικό δικαίωμα στο επαναλαμβανόμενο λάθος το έχουν οι ολίγοι που καθορίζουν τις τύχες ολόκληρων λαών, οι οποίοι όχι μόνο δεν μαθαίνουν από τα πολιτικά τους λάθη (τα οποία, όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα, καλούνται οι ίδιοι οι λαοί και οι πολίτες να πληρώσουν), αλλά τα επαναλαμβάνουν αδιαφορώντας και πάλι για τις κοινωνικές συνέπειες αυτών τους των επιλογών, αρκεί και μόνο να συντηρείται στο ακέραιο είτε η εξουσία τους, είτε οι ιδεολογικές τους εμμονές.
Διαφάνεια και έλεγχος της εξουσίας
«Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι ο αυστηρός έλεγχος όλων. Έλεγχος σημαίνει ουσιαστικό και δικαστικό έλεγχο από θεσμισμένα όργανα με τη συμμετοχή ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Ο έλεγχος περιέχει ασφαλώς τη διαφάνεια και τη λογοδοσία (λόγον διδόναι) όλων των προσώπων που ασκούν εξουσία: αυτό σημαίνει ανοικτή δυνατότητα στον καθένα να καταγγείλει στη βουλή, στην εκκλησία του δήμου και στα δικαστήρια των πολιτών τους πολιτικούς αξιωματούχους, αυτούς που άσκησαν εξουσία, εφάρμοσαν τις αποφάσεις και διαχειρίστηκαν χρήματα.» (Γιώργος. Ν. Οικονόμου).
Τα παραπάνω στοιχεία (δηλαδή η διαφάνεια και ο έλεγχος της εξουσίας) συνθέτουν τον έναν από τους τέσσερις (μαζί με την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη) πυλώνες της δημοκρατίας. Με εξαίρεση τα αυταρχικά ανελεύθερα καθεστώτα όπως τα μουσουλμανικά και στη συνέχεια τα ολοκληρωτικά, φασιστικά, κομμουνιστικά (με εναπομείναντα πλέον δείγματα τη Β.Κορέα, την Κίνα, την Κούβα, το Λάος και το Βιετνάμ) όπου ο έλεγχος της εξουσίας από τους πολίτες είναι «όνειρο θερινής νυκτός», στις υπόλοιπες χώρες (στις οποίες έχει σε γενικές γραμμές επικρατήσει η αντιπροσώπευση), ο έλεγχος της εξουσίας είναι συχνά επιμελώς θεσμοθετημένος αλλά στην πραγματικότητα σπανίως γίνεται πράξη καθώς συνήθως μένει στα χαρτιά, διότι στην ουσία δεν ασκείται ή ασκείται κατ’ επίφαση. Εκτός αυτού και σε συνάρτηση με αυτό θα έπρεπε να αναρωτηθούμε το εξής: στα πλαίσια αυτού του συστήματος ποιος ελέγχει ποιόν; Ειδικά εξετάζοντας την ελληνική πραγματικότητα η απάντηση είναι αφοπλιστικά απλή: στην ουσία κανείς δεν ελέγχει κανένα. Οι μεν «από τα κάτω» δεν έχουν τα μέσα και τους θεσμούς – και δυστυχώς, ούτε καν και το σθένος (έπειτα από την κινηματική ήττα του 2011 και τη συνεχόμενη ταπείνωση που οδηγεί στην αυτοενοχή, και ως εκ τούτου, στην πολιτική λιποταξία και/ή αδράνεια) – που θα τους επέτρεπαν να ελέγξουν τους «από τα πάνω», οι οποίοι – με τη σειρά τους – δεν έχουν καμία διάθεση να ελέγξουν τον εαυτό τους και τους χορηγούς/πελάτες τους αλλά στην ουσία ούτε και τους «από τα κάτω» (οι οποίοι ασφαλώς δεν είναι άμοιροι ευθυνών) και αυτό γιατί έτσι θα δυσαρεστούσαν τους ψηφοφόρους τους.
Αυτός ο μηχανισμός συνέβαλε στη δημιουργία του πελατειακού κράτους που διέπεται από ένα είδος παραδοσιακής ομερτά, όπου πολλοί γνωρίζουν αλλά ελάχιστοι μιλούν και αντιδρούν στην όποια αυθαιρεσία. Αυτός φυσικά ο μηχανισμός, δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός, δεν είναι, με άλλα λόγια, μια παθογένεια που αντικατοπτρίζει μόνον κάποια Ελληνική ιδιαιτερότητα (όπως θα έλεγαν οι φιλελεύθεροι υπερασπιστές του κοινοβουλευτισμού, στην προσπάθειά τους να πείσουν ότι δεν υφίσταται δομικό-συστημικό πρόβλημα, και πως αυτά είναι αποτελέσματα κάποιας ανωμαλίας στο Ελληνικό DNA, που για μια ζωή καθιστά τους Έλληνες ανεύθυνους και ανεπίδεκτους μαθήσεως). Παρομοίως, και στις υπόλοιπες Δυτικές κοινωνίες, όπου οι εξουσίες βρίσκονται εξίσου συγκεντρωμένες στα χέρια των επαγγελματιών πολιτικών, η ίδια πάνω κάτω πραγματικότητα υφίσταται, με τη διαφορά πως αντί να ακολουθεί την Ελληνική οριενταλική γραμμή που ακούει στο όνομα πελατειακό κράτος, το βόλεμα, η μή αξιοκρατική προώθηση και, γενικώς, η μή ορθολογική κινητικότητα, συγκαλύπτονται από ένα προσωπείο νομιμότητας (αντί, δηλαδή, να χρηματοδοτούνται σκανδαλωδώς βουλευτές και μεγαλοεπιχειρηματίες, το κράτος, νομοθετεί – φυσικά ερήμην του πολίτη – με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν οι μεγάλοι αυτοί παράγοντες να εισπράττουν bonus, ή να μισθώνουν υπαλλήλους μέσω networking, όχι με βάση τα προσόντα τους αλλά τις γνωριμίες που οι ίδιοι έχουν με άλλους ισχυρούς παράγοντες. Το ζητούμενο επομένως (που συνθέτει και το δομικό πρόβλημα) σε αυτό το σύστημα δεν είναι ο έλεγχος, η λογοδοσία και όταν απαιτείται η αυστηρή τιμωρία αλλά η εκλογή, η επανεκλογή και/ή η παραμονή στην όποια ισχυρή θέση εξουσίας. Αυτό ασφαλώς ισχύει τόσο για τα κυρίαρχα κόμματα εξουσίας όσο και για τα κόμματα της αντιπολίτευσης (αριστερά και μη) τα οποία συμβάλουν (παθητικά ή και ενεργητικά) στην πολιτική ακινησία, καθώς προσκολλημένα στα κεκτημένα τους, στον γραφειοκρατικό τους εγκλωβισμό και το κοινωνικό κύρος της βουλευτικής θέσης, αρκούνται στον να διατείνουν πως ονειρεύονται κάποια αυριανή επανάσταση.
Ο έλεγχος των αρχών (δηλαδή των κόμματων, της δικαιοσύνης, των ιδιωτικών συμφερόντων, των ΜΜΕ κλπ.) δεν μπορεί παρά να είναι διαρκής, ουσιαστικός, πολιτικός και ποινικός. Οι αρχαίοι ήξεραν πολύ καλά αυτό που διατύπωσε τον 19ο αιώνα ο λόρδος Άκτον: «Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα». Το μεγάλο πολιτικό μάθημα που μας προσφέρει η άμεση δημοκρατία, είναι ότι η εξουσία δεν είναι ιδιοκτησία ουδενός προσώπου και κόμματος, αλλά ασκείται και πρέπει να ασκείται από όλους τους πολίτες (βλ. και Γιώργος. Ν. Οικονόμου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη», Παπαζήσης, 2007).
Προάσπιση του περιβάλλοντος
Σε πολλούς από εμάς είναι γνωστό ότι παράλληλα με την πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση και εξαιτίας αυτών, το περιβάλλον περνάει – όλο και λιγότερο σιωπηρά – τη δική του βαθιά κρίση, γεγονός που ελάχιστα φαίνεται να απασχολεί αρκετούς, όχι μόνο καθεστωτικούς πολιτικούς – πράγμα που άλλωστε ήταν και αναμενόμενο – αλλά εξίσου και πολιτικούς ακτιβιστές αριστερών και αναρχικών συγκλίσεων, καθώς και διανοούμενους. Έτσι, αγνοείται συστηματικά το γεγονός ότι η ανάπτυξη και ο παραγωγισμός μαζί με την αλόγιστη κατανάλωση έχουν θέσει την ανθρωπότητα στον αυτόματο όπου η ικανότητα (τα φυσικά δηλαδή όρια) του πλανήτη θεωρούνται ανεξάντλητα, όπως ανεξάντλητη θεωρείται και η ικανότητά του να αυτοθεραπεύεται από τις πληγές που του επιφέρει η επέλαση της εκμετάλλευσής του. Στάση που αν μπορούσε να γίνει εικόνα θα έδειχνε έναν άνθρωπο να πριονίζει ανάμεσα στα πόδια του τη μοναδική σανίδα που τον κρατάει όρθιο ανάμεσα στις δυο άκρες ενός γκρεμού. Αντιτιθέμενη σε αυτόν τον παραλογισμό ήδη από την δεκαετία του 1960 σταδιακά άρχισε να γεννιέται η πολιτική οικολογία τόσο σε επιστημονικό όσο και σε κινηματικό επίπεδο, αναδεικνύοντας σημαντικά περιβαλλοντικά ζητήματα. Τα τελευταία αυτά 40 χρόνια θεωρητικοί όπως ο Murrey Bookchin, o Eric Wolf, ο Ivann Illich, o Joan Mertinez-Allier, ο Serze Latouche μέσα από το έργο τους – που αν και σε πολλές πτυχές του παρουσιάζει διαφοροποιήσεις – συνέβαλλαν καθοριστικά στην κατάρριψη ενός ακόμη μεγάλου μύθου: Του μύθου που δυστυχώς επικρατεί ακόμη και σήμερα και που θέλει την οικονομική ανάπτυξη ως συνώνυμο της κοινωνικής ευημερίας. Ψηλαφώντας τις επιπτώσεις της σημερινής κρίσης τo 2008 o Serge Latouche είχε προφητικά πει: «δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από μια κοινωνία ανάπτυξης χωρίς ανάπτυξη».
Τις τελευταίες αυτές δεκαετίες πολλά έχουν γραφτεί (και η αξία τους είναι ανεκτίμητη) αλλά δυστυχώς πολύ λίγα από αυτά έχουν γίνει πολιτική και επομένως υλοποιηθεί. Απόδειξη αυτής της αδράνειας είναι η συνεχώς αυξανόμενη υποβάθμιση του περιβάλλοντος, η εξαφάνιση των φυσικών πόρων και της βιοποικιλότητας. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η βασική αιτία αυτής της αδράνειας και αναποτελεσματικότητας συνδέεται άμεσα με την ελλιπή ή και απούσα πολιτική δραστηριοποίηση των ανθρώπων αλλά και με την θεσμική αδυναμία των πολιτών να επιβάλλουν τις θέσεις τους. Να αμφισβητήσουν δηλαδή την ιδεολογία της προόδου (την πεμπτουσία, δηλαδή, του φιλελευθερισμού/καπιταλισμού), που συνεχώς οδηγεί στην αλόγιστη εκμετάλλευση της φύσης, ακριβώς λόγω της αέναης ανάπτυξης των μέσων παραγωγής και της συνεχόμενης μεγέθυνσης των δεικτών οικονομίας. Εδώ ακριβώς προκύπτει η πολιτική διάσταση του ζητήματος καθώς σημεία αναφοράς σε μια αντιπρόταση που θα προασπίζει το περιβάλλον είναι η απομεγέθυνση, μια τοπικοποιημένη, αλληλέγγυα οικονομία που θα είναι δομημένη πάνω σε κοινοτικούς δεσμούς, σε τοπικές αποαναπτυξιακές πολιτικές, στην αυτάρκεια, στην αποκέντρωση, κλπ. Είναι επομένως μια βαθιά αντικαπιταλιστική πολιτική θεωρία και πρακτική αποστασιοποιημένη από το φαντασιακό της ανάπτυξης και του οικονομισμού.
Είναι μια πολιτική θεωρία που στη βάση της έχει τη σκέψη του Καστοριάδη περί αυτονομίας και άμεσης δημοκρατίας καθώς και του Bookchin περί κοινωνικής οικολογίας και κομμουναλισμου. Ήδη από το 1993 ο Καστοριάδης τόνιζε ότι ακόμα και «o Μάρξ μετέχει πλήρως του καπιταλιστικού φαντασιακού καθώς σύμφωνα με αυτόν, όπως και με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής του, τα πάντα εξαρτώνται από την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων» και πρότεινε ξεκάθαρα την έξοδο από τη λογική της μεγέθυνσης, του «καταναλώνω άρα υπάρχω», λέγοντας ότι «θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν’ αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων». Παρομοίως και η κοινωνική οικολογία, που διατείνεται ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα πηγάζουν μεν από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αυτή η εκμετάλλευση, ωστόσο, παίρνει και μια νέα μορφή, της κυριαρχίας (εκμετάλλευσης) της φύσης από τον υπεράνθρωπο (ο καπιταλιστικός ανθρωπολογικός τύπος), που – με βάση το θετικιστικό/καπιταλιστικό φαντασιακό – είναι σε θέση να αντικαταστήσει τον ίδιο το θεό μέσω της τεχνογνωσίας που διαθέτει. Ο Murray Bookchin (Η οικολογία της ελευθερίας) μας λέει με σαφήνεια πως «αν δεν πράξουμε τα ακατόρθωτο, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο». Πιθανότατα σήμερα ο Καστοριάδης θα μας έλεγε ότι αυτό που θα έπρεπε να αναρωτηθούμε είναι: μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο αύριο για τον πλανήτη μας και τους εαυτούς μας ζώντας αποξενωμένοι από τη λήψη των αποφάσεων; Kαι πόση ακόμη από την ελπίδα μας για αυτονομία είμαστε σε θέση να θυσιάσουμε εναποθέτοντας το αύριό μας στην ψευδαίσθηση της αντιπροσώπευσης;
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παράλληλα από τα ενδότερα του καπιταλισμού και σε συνάρτηση με αυτόν γεννήθηκαν (ως μετριοπαθής απάντηση) πολλά και διάφορα πράσινα και απολιτικά οικολογικά κινήματα, οργανώσεις αλλά και διεθνείς οργανισμοί που μετέφεραν τη βάση της συζήτησης σε αυτό που σήμερα παρουσιάζεται ως ένας «ήπιος περιβαλλοντισμός με ανάπτυξη» που δεν έχει ουδεμία σχέση με την πολιτική οικολογία ή οποία είναι ένα ξεκάθαρο πολιτικό πρόταγμα που απορρίπτει με σαφήνεια τον καπιταλισμό. Ο Bookchin (όπως και άλλοι) έχουν ξεκάθαρα υποστηρίξει ότι το να μιλάμε για «όρια στην ανάπτυξη» σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς είναι το ίδιο με να μιλάμε για τα «όρια του πολέμου» σε μια κοινωνία πολεμιστών.
Υπεροχή του συλλογικού και ειδικοκρατία
Δεν είναι μόνο οι πολιτικοί που καλλιεργούν το μύθο του μέσου ανίκανου πολίτη να ασκήσει πολιτική σε σχέση με την πολιτική ελίτ, αλλά και οι ειδικοί διαφόρων επιστημονικών και μη πεδίων. Με την τεχνολογική πρόοδο και την αυξανόμενη πολυπλοκότητα της βιομηχανικής κοινωνίας, η ανθρωπότητα κατακλύστηκε από διάφορες επιστημονικές ελίτ οι οποίες – εκπροσωπώντας πιστά τα συμφέροντα της ολιγαρχίας – υποβαθμίζουν την ικανότητα των πολιτών να πάρουν αποφάσεις. Σαφέστατα, η λογική του «ανίκανου πολίτη» αντανακλά και τμηματικά το φιλελεύθερο φαντασιακό (της αντιπροσώπευσης), βάσει του οποίου, ο άνθρωπος είναι ανίκανος να αυτοκυβερνηθεί λόγο της έμφυτης απληστίας του και της τάσης του να αναζητά την προσωπική του ευτυχία καταστρέφοντας ό,τι βρει στο πέρασμά του (αντίληψη που θεμελίωσε ο φιλόσοφος της απολυταρχίας, Thomas Hobbes, με ρίζες στον Πλάτωνα και στη μεσαιωνική μοναρχία). Οι φιλελεύθεροι φιλόσοφοι (όπως ο Locke) αναπαρήγαγαν εξίσου το ίδιο φαντασιακό, αντικαθιστώντας την απολυτότητα του Κυρίαρχου (μονάρχη) με μια εξουσία η οποία θα λογοδοτεί (δήθεν) στην πλειοψηφία, αφήνοντας ωστόσο το σοβαρότατο ζήτημα της αντιπροσώπευσης άθικτο. Οι θετικιστές, οι λάτρεις της τεχνογνωσίας, της τεχνολογίας, της τεχνοκρατίας και της λογικής του laissez-faire, βάσισαν εξίσου τη σκέψη τους πάνω στο Πλατωνικό/Χομπσιανό παράδειγμα: για τους ίδιους ο άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται πάντα υποχείριο της τεχνολογίας και της επιστήμης, η οποία δεν αναγνωρίζει πάθη και υπερβολές (στοιχεία της ανθρώπινης φύσης), και πως μόνο με την καθοδήγηση των μαθηματικών εξισώσεων μπορεί μια ανθρώπινη κοινωνία να στεριώσει ειρηνικά, αφήνοντας το πεδίο των αποφάσεων στα χέρια ενός (δήθεν ουδέτερου) εργαλείου, αυτού των θετικών επιστημών. Έτσι σε μια όλο και πιο τεχνοκρατική και σύνθετη κοινωνία, από την πλευρά των κυβερνήσεων έχει γίνει πλέον νομοτελειακή η προσφυγή στη γνώμη των ειδικών έτσι ώστε να ληφθούν κρίσιμες αποφάσεις που θα επηρεάσουν ριζικά το σύνολο της κοινωνίας.
Το γεγονός ότι αυτοί οι ειδικοί ενδέχεται να έχουν κάποια προσόντα ώστε να φανούν χρήσιμοι για τα δημόσια πράγματα (δηλαδή να επιφορτιστούν με ειδικά καθήκοντα), δεν συνεπάγεται ότι θα έπρεπε να έχουν το δικαίωμα (σε μια δημοκρατία) να ασκήσουν διακυβέρνηση (επιβάλλοντας συχνά τις, στενά συνδεδεμένες με την ολιγαρχία, επιλογές τους). Η συζήτηση που αφορά γενικότερα στην «δημοκρατία» των ειδικών (expertocracy) και ειδικότερα σε αυτή που εύστοχα ο Pierre Andre Taguieff ονομάζει ως «νομικοχρηματιστική ειδικοκρατία» τα τελευταία χρόνια εντάθηκε κυρίως σε συνάρτηση μετά τα τεράστια ποσά που καταβάλλονται από τις κυβερνήσεις σε ομάδες συμβούλων, οίκους αξιολόγησης και διάφορους ειδικούς, ώστε να συντάξουν εκθέσεις, αναλύσεις, αξιολογήσεις κ.α. Εκτός από το γεγονός ότι τα προσόντα και η ικανότητα αυτών των ειδικών δεν μπορεί να αμφισβητηθεί «από τα κάτω», η ανάθεση του έργου τους (συμπεριλαμβανομένου του τιμήματος) αποφασίζεται με απολύτως αδιαφανή και πελατειακά κριτήρια από τους πολιτικούς και τις κάθε φορά εμπλεκόμενες ομάδες συμφερόντων. Έτσι στις περισσότερες περιπτώσεις το υποτιθέμενο αυστηρά «επιστημονικό» συμπέρασμά τους καταλήγει να αναπαράγει και το ζητούμενο από τις ολιγαρχίες πολιτικό μέσο πίεσης για την επιβολή στην κοινωνία μέτρων λιτότητας, υποβάθμισης του κοινωνικού κράτους, κλπ. (επιβάλλοντας με άλλα λόγια το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού).
Για να αποτραπεί η κατάχρηση του ρόλου των «ειδικών» σε συνεργασία με τις πολιτικές ελίτ είναι απαραίτητο να επεκταθούν και να βελτιωθούν οι διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Χρήσιμα εργαλεία – τουλάχιστον για τον περιορισμό του φαινομένου – είναι τόσο το δημοψήφισμα και τα συμβούλια πολιτών, όσο και η – ελεγχόμενη από τα κάτω – νομοθετική πρωτοβουλία ως μέσα εξισορρόπησης. Μόνο με την ενίσχυση του ρόλου των ίδιων των πολιτών μπορεί να απαιτηθεί και να εξασφαλιστεί η διαφάνεια, η ανεξαρτησία και η ουδετερότητά περιορίζοντας την παντοδυναμία και την αυθαιρεσία των ειδικών.
Ο παραπάνω συλλογισμός δεν αποτελεί προτροπή για έναν άκρατο ανταγωνισμό μεταξύ των πολιτών και των ειδικών (που συχνά ταυτόχρονα είναι και πολίτες), άλλωστε σε πολλές περιπτώσεις, πολιτικές πρωτοβουλίες πολιτών, (αν και διαθέτουν περιορισμένους οικονομικούς πόρους) κάνουν χρήση της επιστημονικής γνώσης ειδικών και εμπειρογνωμόνων.
Το σημαντικό – αν θέλουμε να μιλάμε για δημοκρατία (άμεση) – είναι να κατανοήσουμε ότι η σχέση ανάμεσα σε αυτούς που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις (που θα έπρεπε να είναι οι πολίτες) και τους ειδικούς, πρέπει να είναι απολύτως διακριτή, ενώ ο ρόλος των ειδικών πρέπει να νομιμοποιείται από τους ίδιους τους πολίτες λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικά και μόνο τα επιστημονικά-ακαδημαϊκά τους προσόντα. Με άλλα λόγια αυτός που στο γραφείο του μπορεί να άγεται και να φέρεται ως ειδικός – όταν μιλάμε για λήψη πολιτικών αποφάσεων – οφείλει να είναι πολίτης όπως όλοι οι υπόλοιποι (οι οποίοι με τη σειρά τους μπορεί να είναι ειδικοί σε κάποιον άλλο τομέα). Βασική αρχή της δημοκρατικής πολιτικής είναι ακριβώς η απουσία των ειδικών στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Η έννοια του πολίτη που αποφασίζει για το μέλλον του είναι κεντρική, αν θέλουμε να μιλάμε για δημοκρατία. Μεγάλοι στοχαστές όπως η Hannah Arendt, o Murray Bookchin και ο Κορνήλιος Καστοριάδης με το έργο τους ανέδειξαν το γεγονός ότι η πολιτική είναι μια συλλογική δραστηριότητα από ανθρώπους που είναι πολίτες ή που θέλουν να γίνουν πολίτες και αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον, στο συμφέρον της πόλεως.
Στη δημοκρατία η υπεροχή του συλλογικού – βάσει της πλειοψηφικής αρχής – σε ό,τι αφορά σε αυτό που ο Καστοριάδης ονομάζει πεδίο των ανθρώπινων υποθέσεων, και δη πολιτικών και κοινωνικών δεν μπορεί να αμφισβητείται από κανέναν ειδικό και ασφαλώς δεν μπορεί να είναι ζήτημα διαπραγμάτευσης με τους υπέρμαχους του κοινοβουλευτισμού.
Καταλήγοντας στη πορεία προς τη δημοκρατία (άμεση), ιδιαίτερη σημασία έχει η αποκατάσταση των εννοιών που θα επιτρέψουν στον άνθρωπο του σήμερα, να κάνει μερικά βήματα πίσω (στην γέννηση της δημοκρατικής πολιτικής ως ανθρώπινη επινόηση) ώστε να πάρει την τύχη του και το μέλλον του στα δικά του χέρια. Αρχικά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι (όπως ο προηγούμενος) πολύ περισσότερο ο σημερινός – υποταγμένος στην οικονομία – κοινοβουλευτισμός (μετακοινοβουλευτισμός) ο οποίος έχει επικρατήσει «κατά κράτος» δεν πρέπει να συγχέεται με τη δημοκρατία. Διότι ο κοινοβουλευτισμός, στην ουσία, αποτελεί ένα νεωτερικό δημιούργημα, ένα φιλελεύθερο ολιγαρχικό πολιτικό μοντέλο με ολιγαρχικές βάσεις. Σήμερα, ζητήματα όπως η συνέχεια των πολιτικών προγραμμάτων και η νομιμοποίηση των πολιτικών αποφάσεων, η διαφάνεια και έλεγχος της εξουσίας, η προάσπιση του περιβάλλοντος και η επικράτηση της οικονομικής-νομικής ειδικοκρατίας σε βάρος των πολλών και σειρά άλλων θεμάτων απασχολούν τους πολίτες όλων των χωρών. Το γεγονός αυτό (ότι δηλαδή όλο και περισσότεροι πολίτες αντιλαμβάνονται τις δομικές αδυναμίες του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος) θα πρέπει να αποτελέσει και την αφετηρία για τη δημιουργία μιας νέας αντίληψης για την ίδια την πολιτική. Μια αντίληψη που θα έχει στο κέντρο της την ιδιότητα του πολίτη. Ακριβώς επειδή η έννοια του πολίτη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την άμεση συμμετοχή στα κοινά (πεμπτουσία της δημοκρατίας, διότι χωρίς πολίτη δεν μπορούμε να έχουμε καν δημοκρατία και αντιστοίχως δίχως δημοκρατία δεν μπορούμε να έχουμε πολίτη), τα εργαλεία άμεσης συμμετοχής – όπως τονίστηκε στην αρχή του κειμένου- θα έπρεπε να είναι αυτοσκοπός και βασική απαίτηση των πολιτών.
Η ένδεια και η βαρβαρότητα του σύγχρονου κόσμου – ως απόρροια και του σημερινού πολιτικού συστήματος – θεωρούμε ότι δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς την «εκγύμναση» των πολιτών στη δημοκρατία και κάθε μέσο που οδηγεί στην ενεργή συμμετοχή των ανθρώπων στις πολιτικές αποφάσεις, ενώ δεν συνθέτει τις δομές για την εγκαθίδρυση αυτού του πολιτεύματος, συμβάλει καθοριστικά στην πορεία προς μια κοινωνία που θα ορίζει συλλογικά και επομένως δημοκρατικά όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις. Άλλωστε (υπό το πρίσμα της δημοκρατίας) η μετάβαση από το ιδεατό και οραματικό στο συγκεκριμένο και εμπράγματο δεν μπορεί να παρά να είναι συλλογική και βιωματική, οδηγώντας έτσι στη δημιουργία ενός νέου πολιτικού και (σε σχέση αλληλεξαρτώμενη) πολιτισμικού ρεύματος.
Βιβλιογραφία:
Murray Bookchin (1992), Τι είναι κοινωνική οικολογία, εκδ. Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 1992.
Murray Bookchin and Biehl J. (1998), The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism, Montreal: Black Rose Books.
Hannah Arendt η «Ανθρώπινη Κατάσταση» και «Hannah Arendt and the Political», στο C. Lefort, Democracy and Political Theory, Policy Press, Cambridge 1988.
Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η Ορθολογικότητα του Καπιταλισμού», Αθήνα 1998 εκδ. Έψιλον.
Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», Αθήνα, εκδόσεις κέδρος (1974).
Κορνήλιος Καστοριάδης (1993), «Η παγκόσμια ανισορροπία και η επαναστατική δύναμη της οικολογίας, «Κοινωνία και Φύση».
11 κείμενα για την αποανάπτυξη «Πέρα από το δίλημμα λιτότητα ή ανάπτυξη», Εκδόσεις Πράσινο Ινστιτούτο (2014).
Πλάτων Πολιτεια.( 2014). Εκδοσεις Πόλις. Αθήνα.
Martinez Alier, J (2002). The environmentalism of the poor (paper).
Κολέμπας Γ, Μπίλλας Γ. (2012) Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης – τοπικοποίησης, Εκδόσεις Συναδέλφων Αθήνα.
Illich, I. (1978), Toward a History of Needs, New York: Pantheon (1978).
Γιώργος Ν. Οικονόμου, «ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ αρχές, επιχειρήματα, δυνατότητες». Εκδόσεις Παπαζήση.
J.G. Matsusaka, For the Many and the Few. The Initiative, Public Policy and American Democracy, University of Chicago Press (2004).
Alexis de Tocqueville: Democracy in America, σε επιμέλεια και μετάφραση Harvey Mansfield και Delba Winthrop, Σικάγο: University of Chicago Press, (2000).
Murray Bookchin: The ecology of freedom. AK Press. Oakland, USA. (2005).
Thomas Hobbes: Leviathan. Dover Publications. USA. (2006).
_____________________________________________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου