Τα τελευταία χρόνια γίνεται πολύς λόγος για ένα κάποιο τέλος. Για το «τέλος της ιστορίας» [1] ο ένας, για το «τέλος της εργασίας» ο άλλος και για το «τέλος του κόσμου» όλα τα εξουσιαστικά και σκοταδιστικά ιερατεία μαζί, σερβιρισμένο είτε ως εσχατολογικές προφητείες κάποιων αγυρτών είτε ως χολλυγουντιανές «δημιουργίες» κάποιων «μελλοντολόγων».
Με δεδομένο πως η εργασία –από τη
μορφή της τροφοσυλλεκτικής δραστηριότητας μέχρι τη μορφή της κλασικής μουσικής
δημιουργίας και της επιστημονικής έρευνας στο πεδίο της αστροφυσικής και της
μοριακής βιολογίας– αποτέλεσε και αποτελεί το βασικό συστατικό στοιχείο της
οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, αλλά ταυτόχρονα και τη μοναδική δύναμη
ανάπτυξης και συνεπώς και το μέτρο κάθε πολιτισμού, λογικό είναι να διερωτάται
κανείς αν το «τέλος της ιστορίας» ή το «τέλος της εργασίας»[2]
σημαίνει και το τέλος της οργανωμένης κοινωνικής συμβίωσης, ή ακόμα και το
τέλος του πολιτισμού και άρα και το τέλος της ιστορίας.
Ψάχνοντας όμως τις σχετικές
«θεωρίες», διαπιστώνουμε πως ο Φουκουγιάμα θεωρεί πως «Η φιλελεύθερη
δημοκρατία αποτελεί το ακροτελεύτιο σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της
ανθρωπότητας και την τελική μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης, έτσι ώστε να
συνιστά το τέλος της ιστορίας» [3].
Σε απλά ελληνικά, ο Φουκουγιάμα υποστηρίζει πως η πολιτική έκφραση του μανιακού
καπιταλισμού [4],
η «φιλελεύθερη δημοκρατία», αποτελεί την τελική, δηλαδή την ανώτερη μορφή
ανθρώπινης διακυβέρνησης, πράγμα που για τον Φουκουγιάμα σημαίνει πως ο
ανθρώπινος πολιτισμός έφτασε στο τέλος της εξέλιξής του, οπότε έφτασε και το
τέλος της ιστορίας. Αυτή η θεωρία, στην οποία τα αφεντικά του Φουκουγιάμα
έδωσαν τεράστια δημοσιότητα, δεν είναι μόνο αφελής και αντεπιστημονική, αλλά
καταντάει ένα χυδαίο ιδεολογικό κατασκεύασμα ενός απολογητή του νεοφιλελεύθερου
παγκοσμιοποιημένου, βάρβαρου και καταστροφικού καπιταλισμού, που υπαινίσσεται
πως μετά τον καπιταλισμό, το χάος. Το γεγονός πως ο ίδιος ο Φουκουγιάμα, μετά
από θύελλα αρνητικών κριτικών που δέχτηκε, προσπάθησε να ανασκευάσει τα περί
του «τέλους της ιστορίας» [5],
χωρίς να διαφοροποιηθεί από τις βασικές παραδοχές του, δεν αλλάζει τον
αντεπιστημονικό και βαθύτατα αντιδραστικό χαρακτήρα του ιδεολογήματός του.
Η θεωρία του Τζέρεμυ Ρίφκιν για
το «τέλος της εργασίας» εδράζεται στο γεγονός πως η επιστημονικοτεχνική
επανάσταση οδήγησε την εξέλιξη στο επίπεδο «της μαζικής αντικατάστασης των
εργαζομένων από τις μηχανές, πράγμα που θα υποχρεώσει όλα τα έθνη να
επανεξετάσουν το ρόλο των ανθρώπων στην κοινωνική διαδικασία... οι υπερεθνικές
επιχειρήσεις ανακοινώνουν ότι τα κέρδη τους παρουσιάζουν μια σταθερή άνοδο, ενώ
ταυτόχρονα οι ίδιες εταιρείες αναγγέλλουν μαζικές απολύσεις... Μπαίνουμε σε μια
νέα φάση της παγκόσμιας ιστορίας, όπου θα χρειάζονται ολοένα και λιγότεροι
εργαζόμενοι, ... το τέλος της εργασίας..., τεχνολογικές καινοτομίες και
δυνάμεις της αγοράς μας ωθούν στο κατώφλι ενός κόσμου χωρίς, σχεδόν, καθόλου
εργατικά χέρια» [6].
Το λάθος του Ρίφκιν βρίσκεται
στην ταύτιση της εργασίας με τα «εργατικά χέρια», δηλαδή με τη ζωντανή
μορφή της εργασίας, κι αυτό γιατί παραγνωρίζει το γεγονός πως ο εργαζόμενος
άνθρωπος –η «ζωντανή εργασία»– στην ιστορική του διαδρομή δημιουργεί
για τη βελτίωση και τον πολλαπλασιασμό της παραγωγικής του δραστηριότητας
εργαλεία, μηχανές και συστήματα αυτοματισμού, τα γνωστά και ως «μέσα
παραγωγής» (Produktionsmittel). Ο Μαρξ ονόμασε τα μέσα
παραγωγής, σε αντιδιαστολή με τη ζωντανή εργασία (lebendige Arbeit) [7],
«εξαντικειμενοποιημένη εργασία» (vergegenständliche Arbeit) [8],
δηλαδή εργασία η οποία, από δεξιότητα που ενσωματώνεται σε διάφορα υλικά,
γίνεται αντικείμενο που σε κάποιο βαθμό υποκαθιστά τη ζωντανή εργασία – γι’
αυτό τα ονομάζει και «νεκρή εργασία» (tote Arbeit) [9].
Στην πραγματικότητα, υπό αυτήν
την έννοια η συνολικά διαθέσιμη εργασία, δηλαδή η «συνολική παραγωγική
ικανότητα» (Produktivkräfte) [10],
σε μια κοινωνία και στην πιο απλουστευμένη της μορφή είναι το άθροισμα της
συνολικής ποσότητας της ζωντανής –υποκειμενικής– εργασίας και της συνολικής
ποσότητας των μέσων παραγωγής – της νεκρής-εξαντικειμενοποιημένης ιστορικής
εργασίας.
Στη διαδρομή της ανθρωπότητας
έλαβε χώρα η βίαιη διάσπαση της μιας μορφής εργασίας από την άλλη, πράγμα που
οδήγησε στη βίαιη διάσπαση της κοινωνίας και συνολικά της ανθρωπότητας σε δύο
κύριες τάξεις: στην τάξη των φορέων της ζωντανής εργασίας και στην τάξη των
σφετεριστών της ιστορικής εργασίας. Πάνω σε αυτή τη διάσπαση οργανώνεται μέχρι
σήμερα, αν και σε διαφορετικές κατά ιστορική περίοδο μορφές, η συνολική
παραγωγική δραστηριότητα κάθε κοινωνίας. Η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού
κινήθηκε βασικά πάνω στη δυναμική αυτής της σχέσης μεταξύ ζωντανής και
ιστορικής μορφής της εργασίας, στο πεδίο της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας
κάθε κοινωνίας.
Αυτές οι σχέσεις, γνωστές ως «μορφές
παραγωγής» (Produktionsformen), ή και «σχέσεις παραγωγής»
(Produktionsverhältnisse)
[11], διαμορφώνουν τον εκάστοτε «κυρίαρχο σκληρό πυρήνα
της εξουσίας» στα πλαίσια της εκάστοτε συγκεκριμένης κοινωνίας, ο οποίος
διαμορφώνει σύμφωνα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά του αυτό που αποκαλούμε
«κοινωνικοοικονομικό σύστημα». Μια από τις διάφορες σχέσεις παραγωγής που
εμφανίστηκαν στην ιστορική διαδρομή της ανθρωπότητας, και συγκεκριμένα αυτή που
μετέτρεψε βίαια την ιστορική μορφή της εργασίας σε κεφάλαιο, ως «αποτέλεσμα
του δικαιώματος των οργανωτών της παραγωγής (der Kommandeuren der
Produktion) να ιδιοποιούνται και να εξουσιάζουν τα προϊόντα της εργασίας»
[12],
είναι οι «κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής» [13].
Από μια γενική θεώρηση, έχουμε να
κάνουμε με μια ασταμάτητη και βασανιστική προσπάθεια των φορέων της ζωντανής
εργασίας, των εργαζόμενων ανθρώπων δηλαδή, να δημιουργούν όλο και περισσότερα,
όλο και καλύτερα «μέσα παραγωγής» –ιστορική εργασία– για να μπορούν να
ικανοποιούν όλες τις ατομικές και κοινωνικές ανάγκες τους με λιγότερη
προσπάθεια, για περισσότερη ελευθερία, ευημερία και ευτυχία. Μια διαδικασία
όπου «η ποσότητα της αξιοποιούμενης ζωντανής εργασίας (θα)
μειούται σταθερά σε σχέση με την ποσότητα της, από αυτήν την ίδια
δημιουργηθείσας, εξαντικειμενοποιημένης εργασίας» [14],
ώστε η ανθρωπότητα να περάσει κάποτε «από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο
βασίλειο της ελευθερίας», για να θυμηθούμε και πάλι χωρίς φόβο και κόμπλεξ
τον πάντα επίκαιρο Κάρολο Μαρξ.
Δυστυχώς, με τη διάσπαση της
ιστορικής μορφής της εργασίας και την αποξένωσή της από τους δημιουργούς της,
τους φορείς της ζωντανής εργασίας, η ιστορική μορφή της εργασίας στα χέρια των
σφετεριστών της αναγκάζεται να απωθεί τους δημιουργούς της στο περιθώριο της
οικονομίας και της κοινωνίας. Με αυτή τη διαδικασία της συνεχώς διευρυνόμενης
υποκατάστασης της ζωντανής από την ιστορική εργασία φτάσαμε στην εποχή μας,
όπου η ζωντανή εργασία, το παραδοσιακό προλεταριάτο, εκτοπίζεται ως πλεονάζουσα
εργατική δύναμη από την παραγωγική διαδικασία, και ως «πλεονάζουσα κοινωνία»
από την ιστορική εργασία, δηλαδή από τις «μηχανές που αποτελούν το νέο
προλεταριάτο» [15].
Είναι φανερό πως σε αυτόν τον
παραλογισμό της «προλεταριοποίησης» της επιστήμης, της τεχνολογίας και του
πολιτισμού –που κάνει περιττή την εργαζόμενη ανθρωπότητα για τη μεγιστοποίηση
των κερδών μιας χούφτας «υπερεθνικών εταιριών», και παράλληλα κάνει «αναγκαία»
τη δικτατορία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, δηλαδή πάνω στην εργαζόμενη
ανθρωπότητα– φτάσαμε με την πολύμορφη βίαιη δράση του βάρβαρου και
καταστροφικού μανιακού καπιταλισμού, που εξαπάτησε την ανθρωπότητα, γιατί της
υποσχέθηκε «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» και την καταδίκασε σε Δουλεία,
Ανισότητα και Εχθρότητα.
Φανερό είναι επίσης πως η άρση
της κοινωνικής διάσπασης της εργασίας και η αποκατάσταση της ενότητας και της
αυτονομίας της προϋποθέτει την κατάργηση κάθε μορφής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα
παραγωγής (δηλαδή την κατάργηση του κεφαλαίου όχι ως πράγματος, αντικειμένου,
χρήματος ή μηχανημάτων κ.λπ., αλλά «ως κοινωνικής σχέσης, ως ιστορικού
τρόπου παραγωγής») [16]
και την κοινωνικοποίησή τους, με την εγκαθίδρυση «σχέσεων αυτοδιεύθυνσης ή
αυτοδιαχείρισης της ενιαίας εργασίας». Σχέσεις οι οποίες θα απαλλάξουν τον
ανθρώπινο πολιτισμό από τους σκοταδιστικούς μύθους και την κάθε μορφής
εξουσιαστική καταπίεση, ώστε να διαμορφωθούν οι αναγκαίες και ικανές συνθήκες
που θα επιτρέψουν την επανένωση και τον άμεσο αυτοπροσδιορισμό της κοινωνίας,
και την επανασυμφιλίωση της ανθρωπότητας, για να ανοίξει ο δρόμος για τη Νέα
Ελευθερία του Ανθρώπου, για έναν «πολιτισμό του Έρωτα, της
Γνώσης και της Δημιουργίας»
[17].
Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε
ότι ο Ρίφκιν, και μαζί με αυτόν δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες επιστήμονες
και εκατομμύρια εργαζόμενοι, διαπιστώνει πως «Η επανάσταση της υψηλής
τεχνολογίας θα μπορούσε να σημαίνει λιγότερες ώρες εργασίας και περισσότερα
οφέλη για εκατομμύρια άτομα. Για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία μεγάλα πλήθη
ανθρώπων θα μπορούσαν να απελευθερωθούν από τις πολλές ώρες εργασίας και να
αφιερώσουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε δραστηριότητες που τους ευχαριστούν»
[18].
Το κεφάλαιο όμως, από την άλλη
μεριά, απαντάει με αλλεπάλληλες καταιγίδες πνευματικού και ιδεολογικού
αποπροσανατολισμού, αυξάνει αντί να μειώνει το χρόνο εργασίας, σπρώχνοντας
ταυτόχρονα εκατομμύρια εργαζομένους στην ανεργία, κι όλα αυτά στο όνομα της
λεγόμενης ανταγωνιστικότητας και φυσικά στο βωμό της μεγιστοποίησης των κερδών.
Η σύγκρουση του αυθαίρετου και
ανιστόρητου κεφαλαιοκρατικού βολονταρισμού με την πραγματικότητα, που αγώνες
και θυσίες ολόκληρης της ανθρωπότητας εδώ και χιλιάδες χρόνια σωρευτικά
δημιούργησαν, σκορπά ακόμα την καταστροφή και οδηγεί στη βαρβαρότητα της
νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και του αμερικανικού ηγεμονισμού. Ο Ρίφκιν
παρατηρεί σχετικά με αυτή τη σύγκρουση: «Οι δύο τόσο διαφορετικές ιδέες για
τη σχέση της τεχνολογίας με την εργασία συγκρούονται ολοένα και περισσότερο
στις παραμονές της νέας επανάστασης υψηλής τεχνολογίας. Το ερώτημα είναι κατά
πόσον οι τεχνολογίες της Τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης θα υλοποιήσουν το
όνειρο για αστέρευτα κέρδη, ή το όνειρο του κόσμου για μεγαλύτερη ελευθερία. Η
απάντηση εξαρτάται κυρίως από το ποιο από αυτά τα δύο οράματα για το μέλλον της
ανθρωπότητας είναι αρκετά έντονο, ώστε να του αφιερώσει την ενέργεια, το
ταλέντο και το πάθος της η επόμενη γενιά» [19].
Είναι προφανές πως ο Ρίφκιν ως
επιφανής σοσιαλδημοκράτης δεν αμφισβητεί το κεφάλαιο και ως ενταγμένος στο
σύστημα του κεφαλαίου επιστήμονας υποδύεται τον Πόντιο Πιλάτο στο όνομα μιας
υποκριτικής και υποτιθέμενης «ουδέτερης επιστήμης» και «πετάει την μπάλα στην
εξέδρα», όπου υποτίθεται πως κάθεται η «επόμενη γενιά». Βέβαια, πρέπει
να αναγνωρίσουμε πως με αυτή του την κίνηση ο Ρίφκιν αφήνει κάποια περιθώρια η
Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση της υψηλής τεχνολογίας να μην σημαίνει οπωσδήποτε
το τέλος της εργασίας, μόνο που γι’ αυτή την εκδοχή δεν παραθέτει καμιά
επιχειρηματολογία. Έτσι όμως αιωρείται το ερώτημα ότι αφού η σύγκρουση γίνεται
μεταξύ εργασίας και τεχνολογίας, σύμφωνα με το σκεπτικό του Ρίφκιν, το
ενδεχόμενο «μη τέλος της εργασίας» συνεπάγεται το τέλος της τεχνολογίας ή κάτι
άλλο, και τι θα μπορούσε να είναι αυτό το κάτι άλλο; Αυτό το αδιέξοδο είναι
αποτέλεσμα της λαθεμένης υπόθεσης εργασίας του Ρίφκιν, που βλέπει αντίθεση
μεταξύ εργασίας και τεχνολογίας, και όχι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Όμως είναι γνωστό πως η ιστορία
δεν θέτει προβλήματα για τα οποία δεν υπάρχουν ώριμες λύσεις. Γνωστό είναι
επίσης πως στην εποχή της εικονικής πραγματικότητας υπάρχει πάντα σύγκρουση
μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι. Έτσι, το πρόβλημα της σύγκρουσης μεταξύ της
εργασίας και του κεφαλαίου παρουσιάζεται ως πρόβλημα σύγκρουσης μεταξύ εργασίας
και «τεχνολογίας», και στην ουσία μεταξύ της ζωντανής μορφής της εργασίας και
της ιστορικής μορφής της εργασίας Ο σκοπός είναι προφανής: το κεφάλαιο να μένει
αθώο και έξω από το πεδίο της σύγκρουσης – οπότε, αν κερδίσει η
«τεχνολογία» ως κεφάλαιο, τότε έχουμε μπροστά μας «το τέλος της εργασίας» και
τη διαιώνιση της «φιλελεύθερης δημοκρατίας» και συνεπώς του συστήματος του
κεφαλαίου.
Αντίθετα, όμως, στη σωστή
διάσταση του προβλήματος η σύγκρουση γίνεται μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Και επειδή το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση και ως ιστορικός τρόπος παραγωγής
–που δεν εκφράζει πια παρά μόνο μια απειροελάχιστη θλιβερή ομάδα πολεμοκάπηλων
κακοποιών, οι οποίοι διαπράττουν κατ’ εξακολούθηση εγκλήματα κατά της
ανθρωπότητας και του πολιτισμού– αδυνατεί να δώσει λύσεις στα προβλήματα της
κοινωνίας και της ανθρωπότητας, όπως επίσης αδυνατεί να οδηγήσει την πρόοδο στο
επόμενο στάδιο, αλλά και επειδή η εργασία στην ολότητά της και με όλες
ανεξαίρετα τις ειρηνικές-δημιουργικές μορφές της αντιπροσωπεύει, ως δημιουργός
του παγκόσμιου πλούτου και πολιτισμού, ολόκληρη την ανθρωπότητα, η λύση της
σύγκρουσης δεν μπορεί στο τέλος τέλος παρά να συνδέεται:
α. με την ήττα
των σκοταδιστικών μύθων περί «θείας βούλησης», και των ιδεολογημάτων περί
«ελεύθερης αγοράς» και αιωνιότητας του καπιταλισμού,
β. με το τέλος
του κεφαλαίου, ως κοινωνικής σχέσης και ιστορικού τρόπου παραγωγής, και κατά
συνέπεια,
γ. με το θρίαμβο
των δυνάμεων της ενιαίας εργασίας, της κοινωνικά ευαίσθητης επιστήμης και του
πανανθρώπινου πολιτισμού.
Αυτές οι
δυνάμεις θα χτίσουν τα επόμενα σκαλοπάτια της προόδου για να φτάσει η
ανθρωπότητα στον ορίζοντα ενός καλύτερου κόσμου, του κόσμου της Ελευθερίας
και της Ισότητας, της Άμεσης Συμβουλιακής Δημοκρατίας και του Οικουμενικού
Ουμανιστικού Πολιτισμού [20].
Αθήνα, 17/8/2008
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]
Francis Fukuyama, Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος,
εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992.
[2]
Jeremy Rifkin, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, εκδ. Α.Α.
Λιβάνη, Αθήνα 1996.
[3]
Fukuyama, Το τέλος της ιστορίας, ό.π., σελ. 13.
[4]
Βλ. σχετικά, Ουίλιαμ Γκρέιντερ, Ο μανιακός καπιταλισμός, εκδ.
Καστανιώτη, Αθήνα 1999.
[5]
Βλ. λ.χ., Φράνσις Φουκουγιάμα, «Όχι, δεν ήρθε το τέλος της ιστορίας»,
συνέντευξη στην Αριστοτελία Πελώνη, Τα Νέα, 5 Απριλίου 2006.
[6]
Rifkin, Το τέλος της εργασίας, ό.π., σελ.50.
[7] Karl Marx, Das Kapital, στο Marx-Engels Werke, Dietz Verlag, Βερολίνο 1973, τόμ. 25, σελ. 19, 51, 97, 99, 180, 271 και 412.
[8]
Στο ίδιο, τόμ. 25, σελ. 18, 99, 180, 223, 225, 227, 236, 249, 271, 392
και 412
[9]
Στο ίδιο, τόμ. 23, σελ. 198.
[10]
Στο ίδιο, τόμ. 25, σελ. 257, 274, 456, 457, 815-818.
[11]
Στο ίδιο, τόμ. 25, σελ. 12, 49, 90, 93, 95, 99, 105, 741-743.
[12] Karl Marx, Grundrisse der Kritik der
politischen Ökonomie, Dietz Verlag, Βερολίνο 1974, σελ. 215.
[13]
Marx, Das Kapital, ό.π., τόμ. 25, σελ. 884-889.
[14]
Στο ίδιο, τόμ. 25, σελ. 223.
[15]
Jacques Attali, Millennium. Winners and Losers in the Coming World Order,
Random House, Νέα Υόρκη 1991, σελ. 101, αναφέρεται στο Rifkin, Το τέλος της
εργασίας, ό.π., σελ. 64.
[16]
«Το κεφάλαιο δεν είναι πράγμα, αλλά μια συγκεκριμένη κοινωνική σχέση
παραγωγής, που ανήκει σε έναν συγκεκριμένο ιστορικό κοινωνικό σχηματισμό, η
οποία σχέση απεικονίζεται σε ένα “πράγμα”, το οποίο αποκτά έτσι ειδικό
κοινωνικό χαρακτήρα»: Marx, Das Kapital, ό.π., τόμ. 25,
σελ. 822.
[17]
Βίλχελμ Ράιχ, Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, εκδ. Μπουκουμάνης,
Αθήνα 1974.
[18]
Rifkin, Το τέλος της εργασίας, ό.π., σελ. 73.
[19]
Στο ίδιο, σελ. 117.
[20]
Βλ. σχετικά, Κώστας Λάμπος, «Ο Ουμανισμός του 21ου αιώνα είναι ο δικός μας
Ουμανισμός», Infonewhumanism.blogspot.com, 21 Νοεμβρίου 2007, και
Monthlyreview.gr, 30 Νοεμβρίου 2007.
______________________________________
*Ο Κώστας Λάμπος (prodial21@gmail.com)
είναι διδάκτορας Οικονομικών Επιστημών του Freie Universität Berlin. Έχει
διδάξει Ιστορία οικονομικών θεωριών και Οικονομική ιστορία της Ευρώπης στο
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, Κράτος και αναπτυξιακή εμπειρία της Ελλάδας και
Τεχνολογία και εργασιακές σχέσεις στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης,
Οικονομικό προγραμματισμό και Συνεταιριστική οικονομία στο ΤΕΙ Αθήνας. Έχει
πλούσιο συγγραφικό έργο, ενώ κείμενά του φιλοξενεί η έντυπη και η ηλεκτρονική
Μηνιαία Επιθεώρηση από το 1982. Από τον Νοέμβριο του 2007
διατηρεί και διαχειρίζεται την ιστοσελίδα της Πρωτοβουλίας Διαλόγου για την
Άμεση Δημοκρατία και τον Νέο Ουμανισμό (www.infonewhumanism.blogspot.com).
____________________________________
Αναδημοσίευση από το τεύχος 46 του Οκτώβρη 2008 του MONTHLY REVIEW http://www.monthlyreview.gr/antilogos/greek/periodiko/arxeio/article_fullstory_html?obj_path=docrep/docs/arthra/MR46_lamposFS/gr/html/index